Bhutan: αξίζει τον κόπο! - Home Is Everywhere

Χριστίνα Αντωνιάδου

 

Δεν μπορώ να αντισταθώ στα ταξίδια, ειδικά τα μακρινά, αυτά που κάθεσαι με τις ώρες στο αεροπλάνο και μετά από την τρίτη ταινία δεν ξέρεις πια τι να κάνεις. Γι’ αυτό και η μητέρα μου είναι πλέον συνηθισμένη να της ανακοινώνω σε τακτά διαστήματα τους προορισμούς μου. Ωστόσο, το βλέμμα της φανερώνει πλήρη σύγχυση τη στιγμή που της ανακοινώνω τον επόμενο. Ετοιμάζεται λοιπόν να θέσει την ανάλογη ερώτηση με μητρική στοργή: Bhutan; Αυτό πάλι που είναι; Επίσης η μαμά μου είναι εξοικειωμένη με το πόσο πειραχτήρι είναι η κόρη της, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι προετοιμασμένη για την απάντηση που ακολουθεί: Μαμά, δεν ξέρεις το Bhutan; Τη χώρα από την οποία κατάγονται οι πουτάνες! Βασικά, το αναμενόμενο θα ήταν η πορεία αυτής της συζήτησης να φέρει σε κάποια αμηχανία την κατά τα άλλα πουριτανή μαμά μου, αλλά μυστηριωδώς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Καλό σημάδι, σκέφτομαι βλέποντας τη μητέρα μου να κρατάει την κοιλιά της από τα γέλια και να σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της, πράγμα πολύ σπάνιο… Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η χώρα του Bhutan ουδεμία σχέση έχει με τα κόκκινα φανάρια.

Η παρέα με την οποία συνηθίζουμε μια φορά το χρόνο να εξερευνούμε και από μία χώρα επιλέγει λοιπόν για φέτος ως προορισμό το Bhutan. Ξέρω, δεν είναι προς τιμήν μου, αλλά ομολογώ ότι από την αρχή είμαι μάλλον αντίθετη μ’ αυτή την απόφαση και εξετάζω σοβαρά το ενδεχόμενο να μείνω μακριά από το «Βασίλειο του Δράκου» ή τη «Γη του Δράκου των Κεραυνών», όπως θα μπορούσε να μεταφραστεί η θιβετιανή ονομασία της χώρας. Αλλά επειδή ούτε ένας άνθρωπος στον κόσμο δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να περάσει τις διακοπές του Πάσχα μαζί μου, οι μόνες επιλογές που έχω ουσιαστικά είναι είτε να μείνω ολομόναχη σε μια πόλη που μοιάζει εγκαταλελειμμένη το Πάσχα ή να ταξιδέψω ως το Bhutan μαζί με την επιστήθια φίλη μου μετά του συζύγου της και λοιπών που αποτελούν την ταξιδιωτική παρέα. Και επειδή δεν μου αρέσει η ιδεά της ερημωμένης πόλης, φτιάχνω τη βαλίτσα μου κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή για να ακολουθήσω κι εγώ την παρέα στο Bhutan. Και να δεις που δεν θα το μετανιώσω καθόλου.

Το μικρό μαγεμένο βασίλειο των Ιμαλαΐων είναι σφηνωμένο ανάμεσα στους δύο γίγαντες Κίνα και Ινδία, έχει το μέγεθος της Ελβετίας και λιγότερο από ένα εκατομμύριο κατοίκους. Εδώ πολλά πράγματα είναι απλώς διαφορετικά από οπουδήποτε αλλού. Η γεωγραφική θέση της χώρας συνέβαλε στο να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα αποκομμένη από τον έξω κόσμο, αλλά αυτό οφείλεται και στην περιοριστική πολιτική που δεν επέτρεπε αυτοκίνητα ή τηλέφωνα. Μετά λοιπόν από ένα μακρύ αποκλεισμό από τον περιβόητο σύγχρονο πολιτισμό, η μυθική βουδιστική χώρα άνοιξε προς τα έξω μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, δίνοντας με συστολή και δισταγμό το μήνυμα ότι θέλει να αλλάξει όσο το δυνατόν λιγότερο. Το 1999 το βασίλειο αποδέχτηκε για πρώτη φορά τη δυτική πρόοδο εισάγωντας την τηλεόραση και το διαδίκτυο. Κάθε χρόνο ταξιδεύουν στη χώρα μερικές χιλιάδες τουρίστες, μεταξύ των οποίων αυτή τη χρονιά και τα μέλη της παρέας μας – πέντε τον αριθμό. Ωστόσο, ο τουρισμός αναδεικνύεται όλο και περισσότερο ως ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, αφού η εισροή των επισκεπτών ελέγχεται με έξυπνο τρόπο: κάθε τουρίστας καταβάλλει ημερησίως το ποσό των 250 δολαρίων τουλάχιστον, το οποίο καλύπτει τη διαμονή, την πλήρη διατροφή και τις μεταφορές. Ανεβάζοντας την τιμή σε τόσο υψηλά επίπεδα αποκλείεται αυτόματα ο τουρισμός χαμηλού κόστους, όπως είναι ο τουρισμός με σακίδιο, συνεπώς και η πιθανότητα να μετατραπεί το Bhutan σε δεύτερο Nepal. Άσε που οι τουρίστες δεν επιτρέπεται να ταξιδεύουν μόνοι τους στη χώρα, αλλά πρέπει πάντοτε να συνοδεύονται από έναν ξεναγό και έναν οδηγό, κάτι που και πάλι δεν συνάδει με την έννοια του τουρίστα με σακίδιο, στον οποίο αρέσει να χτενίζει απ’ άκρη σ’ άκρη μια χώρα χωρίς τέτοιου είδους συνοδεία.

Επειδή –όπως ήδη είπαμε– μας αρέσουν τα μακρινά ταξίδια, αυτά που κάθεσαι με τις ώρες στο αεροπλάνο και μετά από την τρίτη ταινία δεν ξέρεις πια τι να κάνεις, φτάνουμε στο Διεθνές Αεροδρόμιο Paro με σοβαρή έλλειψη ύπνου. Στεκόμαστε με όλα μας τα υπάρχοντα μπροστά από μια ταμπέλα που όσο κουρασμένος από το ταξίδι να είσαι, και να θέλεις να την παραβλέψεις δηλαδή είναι αδύνατον. Σ’ αυτήν απεικονίζονται πέντε άνδρες με αξιοσημείωτη ομοιότητα μεταξύ τους, οι οποίοι μας περιεργάζονται με καλοπροαίρετο βλέμμα. Πρόκειται για τους βασιλιάδες της χώρας κατά τον τελευταίο αιώνα. Κάτω από κάθε φωτογραφία υπάρχει η λεζάντα Druk Gyalpo Jigme Wangchuck και μόνο στους τελευταίους τρεις έχουν προστεθεί ακόμα ένα ή δύο ονόματα πριν από το Wangchuck. Ο οίκος των Wangchuck κρατά αναμφισβήτητα τα ηνία σ’ αυτή τη χώρα, όπως θα μάθουμε αργότερα. Η μορφή του πολιτεύματος είναι η κληρονομική μοναρχία, συνεπώς η εξουσία παραδίδεται σαν σκυτάλη από πατέρα σε γιο, έτσι ώστε η εξουσία να αποτελεί πάντα οικογενειακή υπόθεση. Η βασιλική οικογένεια λοιπόν παραμένει μ’ αυτό τον τρόπο ευχαριστημένη και όλα καλά. Η γεμάτη αυτοπεποίθηση διατύπωση πάνω από τις φωτογραφίες της ισχυρής δυναστείας δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ως προς τα παραπάνω: 103 years of Peace, Unity & Happiness. Μας έχουν εντυπωσιάσει! Κι ακόμη δεν φτάσαμε!

Ο ξεναγός μας, ο Sonam, μας καλωσορίζει πολύ θερμά και για τις επόμενες μέρες θα μας χαμογελά συνεχώς μέσα από τα εύθυμα, σχιστά μάτια του. Εξαιτίας της καταπληκτικής ομοιότητας της παρέας μας με τη βασιλική οικογένεια της χώρας –κάτι που δεν έχουμε ακόμη ψυχανεμιστεί, αλλά θα μας το επισημάνουν στη συνέχεια αμέτρητες φορές– απευθύνει το λόγο κατευθείαν στο μοναδικό άνδρα της παρέας: Ήρθατε με τις τέσσερις συζύγους σας; Υπό κανονικές συνθήκες ο άνδρας συνοδός μας διατηρεί τον έλεγχο σε κάθε περίσταση και είναι συνήθως ετοιμόλογος. Έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι αποτελεί ήδη αντικείμενο γενικού φθόνου –χωρίς καλά καλά να έχει κατεβεί από το αεροπλάνο– ετοιμάζεται να δώσει την κατάλληλη απάντηση. Όμως ο Sonam τον προλαβαίνει και μας ενημερώνει υπερήφανα ότι ο βασιλιάς του Bhutan έχει επίσης τέσσερις συζύγους, οι οποίες μάλιστα είναι αδελφές και κατάφεραν διαδοχικά να φορέσουν το βασιλικό στέμμα, με τη νεότερη –όπως αρμόζει–τελευταία. Ομόφωνα καταλήγουμε στο ότι ο βασιλιάς ενήργησε με οξύνοια κατά την επιλογή των συντρόφων του, διότι παρά τις πολυάριθμες συζύγους κατάφερε να διατηρήσει μικρό τον αριθμό των πεθερών. Ξύπνιος άνθρωπος! Κι εμείς με τη σειρά μας προσπαθούμε να εξηγήσουμε στον ξεναγό μας ότι η πολυγαμία στη δική μας, δυτική κουλτούρα του φεμινισμού και της ισότητας είναι ένα κατακριτέο φαινόμενο και επομένως μόνο μία από εμάς θα μπορούσε να είναι παντρεμένη με τον άνδρα της παρέας. Οι υπόλοιπες κυρίες είναι singles και συνεπώς δεν διαθέτουν πεθερά, ευτυχώς για αυτές. Η συγκεκριμένη πληροφορία δεν φαίνεται να αγγίζει τον ξεναγό μας, διότι κατά τα πρότυπα του βασιλιά του Bhutan και του χαρεμιού του θα μας αποκαλεί εφεξής: The King and his four wives. Άντε καλά!

Αλήθεια, πώς ήταν η πτήση σας; Φοβηθήκατε καθόλου στην προσγείωση; μας ρωτάει στη συνέχεια ο Sonam καθώς μας συνοδεύει προς το αυτοκίνητο. Γιατί να φοβηθούμε την προσγείωση; απαντάμε με την αυτονόητη υπεροψία που χαρακτηρίζει τους ταξιδιώτες μακρινών προορισμών. Και χωρίς να μπορούμε να κρύψουμε αυτή την απαιτούμενη δόση αυταρέσκειας, προσθέτουμε επιπλέον ότι σε τελική ανάλυση είμαστε εξοικειωμένοι με τα αεροπλάνα και γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε ούτε για αεροπλανοφοβίες ούτε και για λοιπές κρίσεις πανικού. Σηκώνοντας τους ώμους εκείνος λέει: Έτσι ρώτησα… επειδή το αεροδρόμιο Paro είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα στον κόσμο… και στοιβάζει τις βαλίτσες τη μία μετά την άλλη στο ευρύχωρο πορτ μπαγκάζ. Οι υπόλοιποι κοιταζόμαστε με νόημα κι εγώ κάνω αυτό που πάντα φροντίζω να κάνω σε καταστάσεις που απαιτούν αποσαφήνιση: συμβουλεύομαι τον φίλο μου, το Google. Και χαίρομαι ιδιαιτέρως που δεν το έκανα πριν από το ταξίδι, διότι το άρθρο που ανακαλύπτω κάθε άλλο παρά δελεαστικά ή ενθαρρυντικά ξεκινά: Αν συγκαταλέγεστε στους επιβάτες με αεροπλανοφοβία, καλά θα κάνετε να μη διαβάσετε παρακάτω. Μένω άναυδη, συνεχίζω όμως να διαβάζω, αφού όπως είπαμε δεν φοβάμαι τα αεροπλάνα. Πληροφορούμαι λοιπόν ότι κατά την προσγείωση στο αεροδρόμιο Paro η τύχη –αυτό που λέμε τύχη βουνό– παίζει έναν διόλου ευκαταφρόνητο ρόλο. Η δυσκολία προκύπτει κυρίως από την τοποθεσία του αεροδρομίου, που είναι χωμένο στη βαθιά κοιλάδα του Paro και περιστοιχίζεται από τις κορυφές ύψους 5.400 μ. των εντυπωσιακών Ιμαλαΐων. Για να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα το άρθρο παραθέτει το γεγονός ότι ο διάδρομος προσγείωσης έχει μήκος μόλις δύο χιλιόμετρα και συνεπώς κατατάσσεται στους πλέον επικίνδυνους. Υποτίθεται ότι μόνο ειδικά εκπαιδευμένοι πιλότοι –παγκοσμίως οκτώ όλοι κι όλοι!– έχουν την κατάλληλη άδεια για να μπορούν να προσγειώνονται εκεί. Προκειμένου να σχηματίσω πιο συγκεκριμένη εικόνα, κάνω το λάθος να δω το σχετικό βίντεο και γουρλώνω πανικόβλητη τα μάτια μου. Μια ασταθής προσγείωση στο αεροδρόμιο του Paro είναι ό,τι πρέπει για να σου κοπεί η ανάσα και να σου σηκωθεί η τρίχα. Πάλι καλά που δεν καθόμουν στο παράθυρο…

https://www.youtube.com/watch?v=zXWTqufi

Αφού λοιπόν καταφέραμε να προσγειωθούμε ευτυχώς χωρίς απώλειες, μπαίνουμε στο ευρύχωρο βανάκι και το ταξίδι στα ενδότερα του Bhutan ξεκινάει. Ήδη από την πρώτη στιγμή παρατηρούμε τον κυρίαρχο ρόλο που έχει στη χώρα αυτή ο δράκος. Είναι πανταχού παρών, δεν υπάρχει εικόνα ή ιστορία στην οποία να μην κάνει την εμφάνισή του. Γενικά πέφτουμε συνεχώς πάνω σε θρησκευτικά σύμβολα και κτίρια, όπως ο δράκος που ήδη αναφέραμε, οι τροχοί και οι σημαίες προσευχής, τα χαρακτηριστικά κάστρα-μοναστήρια Dzong, αλλά και μια πληθώρα θεών. Ο Sonam επιμένει ότι αυτοί οι δαίμονες που μοιάζουν με μάσκες είναι πράες θεότητες, αλλά για εμάς τους Ευρωπαίους κάθε άλλο παρά φιλικοί δείχνουν με τις άσχημες γκριμάτσες που κάνουν. Όταν του το αναφέρουμε, απαντά ότι αυτές οι θεότητες απλά φοβίζουν τους αδαείς, ανθρώπους σαν εμάς δηλαδή, επειδή δεν αναγνωρίζουμε την αληθινή τους φύση. Διότι στην πραγματικότητα παίρνουν μια οργισμένη μορφή μόνο και μόνο για να υπερνικήσουν τα κακά πνεύματα που είναι εχθρικά προς τον βουδισμό.

Ιδιαίτερα σημαντικός στο Bhutan φαίνεται να είναι ένας συγκεκριμένος γκουρού που έφυγε από το Tibet το 1616 για να ιδρύσει τη χώρα καταμεσής των ψηλών βουνών. Αυτή τη χρονολογία πρέπει να σημειώσω ότι δεν τη θυμάμαι λόγω της εξαιρετικής μου μνήμης –απέχω παρασάγγας από κάτι τέτοιο, αφού ο κ. Alzheimer μου στέλνει χαιρετίσματα όλο και πιο συχνά!– αλλά λόγω ιδίως του ξεναγού μας: Ανεξάρτητα από το τι είδους πληροφορία –θρησκευτικού, παραδοσιακού, πολιτιστικού, λαογραφικού ή ιστορικού περιεχομένου– φροντίζει να μας δίνει, αυτή η χρονολογία αποτελεί πάντα το σημείο αναφοράς.

Το βανάκι μας διασχίζει με κόπο τις απομακρυσμένες και φιλόξενες, ή και λιγότερο φιλόξενες, επαρχίες του Bhutan περνώντας μπροστά από τα βουδιστικά κάστρα-μοναστήρια που έχουν όλα ανεξαιρέτως την ίδια ονομασία: Dzong. Όλο το αμάξι κι εμείς μαζί του τρανταζόμαστε καθώς περνάμε μέσα από τα μικροσκοπικά χωριουδάκια και ανεβοκατεβαίνουμε τις στροφές φουρκέτες στους δρόμους της ορεινής χώρας. Έξω από το παράθυρο ξεπροβάλλουν οι γκρεμοί, αλλά μέσα από όλα αυτά μας ανοίγεται ένας νέος κόσμος.

Υπερήφανοι καταφέρνουμε να φτάσουμε στο σημείο Chelela του δρόμου Dantak Road, μάλλον ένα από τα ψηλότερα σημεία στον κόσμο που είναι προσβάσιμα οδικώς. Στεκόμαστε όρθιοι με δυσκολία, διότι ο άνεμος αντιδρά στην έπαρσή μας με μια δυνατή ριπή, σαν να θέλει να μας ρωτήσει πώς μας ήρθε αυτή η θρασύτατη ιδέα να τον αναζητήσουμε σ’ αυτά τα ανεμοδαρμένα ύψη. Η φωτογραφία must μπροστά από την πινακίδα με τον αριθμό 3.988 μ., που αποδεικνύει την τόλμη μας, δεν χρήζει περαιτέρω σχολιασμού. Η αλήθεια είναι ότι τα μαλλιά μας που έχουν σηκωθεί όρθια ή στο πλάι δεν μας κολλακεύουν ιδιαίτερα, πόσο μάλλον τα μπουφάν που φουσκώνουν από τον αέρα. Δεν βαριέσαι!

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο ξεναγός μας καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να συμπληρώσει τις οπτικές εντυπώσεις με τις αντίστοιχες πληροφορίες, παρέχοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να μάθουμε κάθε τι το αξιόλογο για την πατρίδα του. Έχουμε εμπεδώσει για τα καλά το όλο θέμα με την κληρονομική μοναρχία και επίσης έχουμε εξοικειωθεί με την ιδέα ότι ένας άνδρας διαθέτει μεν τέσσερις γυναίκες, αλλά μία και μοναδική πεθερά. Η επόμενη λεπτομέρεια που μαθαίνουμε για το Bhutan είναι κάτι που έχει κάνει τον βασιλιά του ιδιαίτερα υπερήφανο. Εδώ οι δείκτες ανάπτυξης υπολογίζονται διαφορετικά από ό,τι σε άλλες χώρες και αυτό επειδή το βασίλειο δεν ακολουθεί τη Δύση τυφλά αλλά επιλέγει να τραβήξει το δικό του δρόμο. Η Αυτού Μεγαλειότης λοιπόν επινόησε ως μέτρο ευημερίας την αρχή της Gross National Happiness, την Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία, η οποία βασίζεται στους εξής τέσσερις πυλώνες: την κοινωνική δικαιοσύνη, τη διατήρηση και προώθηση των πολιτιστικών αξιών και παραδόσεων, την προστασία του περιβάλλοντος, τις άριστες δομές διακυβέρνησης και διοίκησης.

Όταν ζητάμε παραδείγματα για να μπορέσουμε να το καταλάβουμε πρακτικά, η απάντηση είναι η εξής: στο Bhutan απαγορεύεται να πετάμε πετραδάκια στις λίμνες για να μην ταράζονται τα ψάρια. Επίσης, απαγορεύεται αυστηρά η αναρρίχηση σε βουνά με υψόμετρο άνω των 6.000 μέτρων για να μην ενοχλούνται τα πνεύματα που κατοικούν εκεί. Για το λόγο αυτό, το ψηλότερο βουνό στον κόσμο που ακόμη δεν έχει πατήσει ο άνθρωπος βρίσκεται στο Bhutan. Το Gangkhar Puensum έχει υψόμετρο 7.570 μ. και αποτελεί ζωντανό παράδειγμα ότι στο Bhutan η εμπορευματοποίηση των Ιμαλαΐων, την οποία παρατηρούμε στο Nepal, δεν αποτελεί καν θέμα συζήτησης. Οι πληροφορίες αυτές απαιτούν μερικά λεπτά για να μπορέσουμε να τις εμπεδώσουμε και να τις ταξινομήσουμε. Μόλις ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή αναδύονται ερωτήματα, όπως αν τα ψάρια έχουν ερωτηθεί για το εν λόγω ζήτημα ή κατά πόσον υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τη μέτρηση της ευτυχίας των πολιτών, ιδίως από τη στιγμή που το Bhutan συγκαταλέγεται στις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Προς μεγάλη μας λύπη, δεν παίρνουμε καμία απάντηση.

Η διαδρομή συνεχίζεται γεμάτη στροφές ανάμεσα από τα βουνά και διασχίζουμε μικρά χωριά με φτωχικά σπίτια. Οι άνδρες και οι γυναίκες εργάζονται στα χωράφια ενώ οι μαθητές επιστρέφουν στα σπίτια τους. Φαίνονται χαρούμενοι, κουβεντιάζουν και γελούν κουνώντας πέρα δώθε το καλάθι που προφανώς περιείχε το κολατσιό τους. Όλοι ανεξαιρέτως φορούν μαθητικές στολές, οι οποίες κρύβουν τη φτώχεια με επιτυχία.

Κι ενώ εμένα με απασχολεί εντατικά το ζήτημα της εθνικής ευτυχίας λαμβάνοντας υπόψη την ανέχεια που επικρατεί γύρω μας, ο μοναδικός σύζυγος και τα άλλα τρία μέλη του χαρεμιού παίρνουν εδώ και αρκετή ώρα έναν υπνάκο, για τον οποίο υπαίτιες είναι οι πολλές στροφές. Ακούγεται μόνο η ρυθμική αναπνοή τους, ενώ εγώ ως συνοδηγός απολαμβάνω τη διαδρομή και το τοπίο.

Καθώς διασχίζουμε το επόμενο χωριό, βλέπω κάτι που μου κάνει μεγάλη εντύπωση και ξυπνώ κάπως άγαρμπα όλη την παρέα: Παιδιά δείτε, οι μουσικοί της ΒρέμηςΟι συνεπιβάτες μου μισοκοιμισμένοι ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα, οπότε περνά λίγος χρόνος προτού κατανοήσουν την κατάσταση. Η καταπληκτική ομοιότητα με το γνωστό λαϊκό παραμύθι, όπως τουλάχιστον το γνωρίζουμε από την εκδοχή των αδελφών Grimm, είναι πασιφανής. Ακριβώς όπως ανέβηκαν διαδοχικά πάνω στο γάιδαρο ο σκύλος, η γάτα και τελευταίος ο κόκορας, στην αντίστοιχη εικόνα του Bhutan κάθονται με τη σειρά πάνω στη στιβαρή πλάτη ενός ελέφαντα ένας πίθηκος, ένας λαγός και μία πέρδικα. Είμαι ενθουσιασμένη που μια παρόμοια ιστορία όπως αυτή που γνωρίζουμε έχει εκτυλιχθεί στα βουνά των Ιμαλαΐων, και μάλιστα ανεξάρτητα από τους αδελφούς Grimm – με κάποιες αποκλίσεις εννοείται, αλλά μια ιστορία πρέπει φυσικά να προσαρμόζεται στο ανάλογο πολιτισμικό πλαίσιο. Σε τελική ανάλυση, εμείς στην Ευρώπη δεν διαθέτουμε ούτε ελέφαντες ούτε πιθήκους, οπότε οι μουσικοί της Βρέμης έπρεπε να βολευτούν με ένα γάιδαρο και ένα σκύλο. Καθώς οι ενθουσιώδεις και εν τω μεταξύ ξυπνητοί Ευρωπαίοι προσπαθούν να εξηγήσουν στον ξεναγό ότι γνωρίζουν την ιστορία των τεσσάρων ζώων που ήθελαν να παίξουν μουσική στη Βρέμη, αυτός φαίνεται να μην πολυκαταλαβαίνει τι του λένε.

Διότι, όπως πάντα σ’ αυτή τη χώρα που βρίθει συμβολισμών, κι αυτή τη φορά κρύβεται ένα πολύ πιο βαθύ ηθικό δίδαγμα. Χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες για να συλλάβουμε τι εννοεί ο Sonam: Οι ιερές γραφές του Tibet περιέχουν μια συλλογή από μύθους που περιγράφουν τις αρετές που πρέπει να καλλιεργεί κανείς για να έχει ευλογία στη ζωή του και προειδοποιούν για το πόσο βλαβερές είναι οι ανήθικες πράξεις. Ο συγκεκριμένος μύθος αφηγείται πώς τα τέσσερα πνευματικά αδέλφια, ο ελέφαντας, ο πίθηκος, ο λαγός και η πέρδικα, αποφάσισαν από κοινού να συνυπάρχουν αρμονικά μεταξύ τους. Η συμφωνία αυτή συμβολίζει την ενότητα των εθνών. Ακούμε με προσοχή και αντιλαμβανόμαστε με ντροπή πόσο πεζοί ήταν οι αδελφοί Grimm. Ακόμη και με τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια, δεν μπορεί να υπάρξει κανένας παραλληλισμός με τη Βρέμη και τη συμμορία των ληστών. Εκτός ίσως από τον αριθμό των ζώων. Άσε που κανείς στην Ευρώπη δεν θα σκεφτόταν να τυπώσει την εικόνα των τεσσάρων φίλων στις προσκλήσεις για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν, όπως συνηθίζεται στο Bhutan.

Αναμφισβήτητα ο θιβετιανός βουδισμός έχει την έδρα του εδώ. Οι τροχοί προσευχής τοποθετούνται σε ποικίλα μεγέθη, από XXXXS έως XXXXL, σε οποιοδήποτε σημείο είναι εφικτό. Οι κάτοικοι της χώρας μπορούν έτσι με κάθε ευκαιρία να θέτουν τους τροχούς σε κίνηση, προκειμένου αυτοί να ξεδιπλώσουν τη δυναμική τους και να συσσωρεύσουν καλό κάρμα για τους πιστούς.

Ορατές ενδείξεις της βαθιάς θρησκευτικότητας είναι επίσης οι στενόμακρες λευκές σημαίες σε ψηλά κοντάρια που βρίσκονται παντού στο τοπίο της χώρας, πάντα τοποθετημένες πολλές μαζί, με τις οποίες μνημονεύονται οι νεκροί. Βλέποντάς τες όλες μαζί νιώθεις πως ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο υποδηλώνουν ότι ο θάνατος δεν σημαίνει οπωσδήποτε μοναξιά.

Κάτι που επίσης δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς είναι οι μυριάδες γιρλάντες από μικρές ορθογώνιες σημαίες προσευχής, οι οποίες κυριαρχούν ολοκληρωτικά στο τοπίο και ανεμίζουν μανιωδώς σε κάθε ορεινό πέρασμα, σε κάθε κορυφογραμμή, σε επικίνδυνα απότομες πλαγιές και γκρεμούς, σε κοιλάδες και φαράγγια, έρμαια των καιρικών συνθηκών. Κατά την πεποίθηση των πιστών, με αυτόν τον τρόπο μεταφέρονται οι προσευχές προς τον ουρανό. Οι σημαιούλες διαβιβάζουν στον κόσμο το αναγραφόμενο μήνυμα, που περιλαμβάνει θετικές προσδοκίες, ελπίδες, ευχές, μάντρα ευλογίας και προσευχές. Τοποθετούνται στα παραπάνω σημεία ως ειδικά αφιερώματα σε περιπτώσεις γεννήσεων, θανάτων, αλλά και με αφορμές κάθε είδους. Έχουν πάντα, εναλλάξ και διαδοχικά, τα πέντε χρώματα: μπλε, άσπρο, κόκκινο, πράσινο και κίτρινο, τα οποία, όπως πληροφορούμαστε, αντιπροσωπεύουν τα πέντε στοιχεία της φύσης, τον αέρα, τη φωτιά, το νερό, τον αιθέρα και τη γη. Γενικά, ο αριθμός πέντε είναι καθοριστικός για το θιβετιανό βουδισμό και συμβολίζει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μαζί όμως με το κέντρο. Βλέποντάς το απ’ αυτή τη σκοπιά διαπιστώνουμε ότι πράττουμε πολύ σωστά που ταξιδεύουμε ως πενταμελής ομάδα. Ευτυχώς δηλαδή που αποφάσισα έστω και τελευταία στιγμή να ακολουθήσω την παρέα…

 

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ …

 

Μετάφραση από τα γερμανικά: Πελαγία Ξεπαπαδάκου

 

Φιλολογική επιμέλεια: Βασίλης Πάγκαλος

 

Copyright 2018 Christina Antoniadou / All rights reserved 

 

 

error: Content is protected !!

By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close