Το άρθρο μου "Σκηνές από έναν γάμο" δημοσιεύθηκε στο Greek List, Discover Greece in UK - Home Is Everywhere

 

 

 

Σκηνές από έναν γάμο

 

Επιτέλους βρήκαμε ένα furnished flat να μείνουμε στο Λονδίνο. Ο εξοπλισμός του ναι μεν μας ικανοποιεί, αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη –την οποία το άλλο μου μισό δεν τη συμμερίζεται– έχει κάποιες ελλείψεις σε είδη καθημερινής χρήσης. Για το λόγο αυτό δεν χάνω χρόνο και αναφέρω το ενδεχόμενο να επισκεφθούμε ένα κατάστημα επίπλων –για την ακρίβεια σουηδικής προέλευσης–, η μαγεία του οποίου έχει εξαπλωθεί και στο βρετανικό βασίλειο. Το έτερόν μου ήμισυ μου δίνει ξεκάθαρα να καταλάβω –και όχι μόνο μιλώντας με το βλέμμα– ότι προτιμά να αποφεύγει το συγκεκριμένο κατάστημα, διότι κατά τη γνώμη του δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν η επίσκεψη. Αφού στην αρχή προσπαθώ κάπως διστακτικά αλλά έπειτα όλο και πιο επίμονα να τον πείσω πόσο σημαντικό είναι το συγκεκριμένο εγχείρημα, αποφασίζει να υποστεί αυτό το βάσανο. Για το χατίρι μου και μόνο. Η αλήθεια να λέγεται… Είναι θησαυρός και από τους λίγους άνδρες που δεν διστάζουν να εκπληρώνουν τις μικρές επιθυμίες της συζύγου!

Ξεκινάμε λοιπόν ένα πρωί με σκοπό την εκπλήρωση αυτών των μικρών επιθυμιών. Συμπτωματικά έχουν την καλοσύνη να μας ξυπνήσουν δύο χαρούμενοι καθαριστές τζαμιών που βρίσκονται στο μπαλκόνι μας. Αφού έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, δηλαδή δέθηκαν με σχοινιά, παλεύουν από τις πρώτες πρωινές ώρες να καθαρίσουν το εξωτερικό των τζαμιών από τη βρομιά, τη σκόνη και τις κουτσουλιές. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περάσουμε τη μέρα μας εκτός σπιτιού και μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των καθαριστών. Φεύγουμε λοιπόν άρον άρον από το διαμέρισμα και βγαίνουμε έξω από την πολυκατοικία. Κάτι μου λέει ότι η σημερινή μέρα θα τραβήξει σε μάκρος…

Για να προλάβω τους αναγνώστες που γνωρίζουν καλά όχι μόνο το Λονδίνο αλλά και τα υποκαταστήματα της εν λόγω αλυσίδας με τα χρώματα της σουηδικής σημαίας, ας αναφέρω ότι την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας το υποκατάστημα Westfield Stratford δεν έχει ανοίξει ακόμη. Η επιλογή μας λοιπόν είναι το υποκατάστημα του Wembley, που βρίσκεται στο βορειοδυτικό Λονδίνο, και η απόσταση που πρέπει να διανύσουμε μέχρι εκεί ισοδυναμεί με το… μισό γύρο του κόσμου. Από το Canary Wharf, όπου βρίσκεται το σπίτι μας, έχουμε μπροστά μας μια ώρα διαδρομή με το μετρό και σημειωτέον χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουμε γραμμή. Αυτός ακριβώς είναι και ο πιο σημαντικός λόγος που επιλέξαμε το συγκεκριμένο και όχι κάποιο από τα άλλα καταστήματα που είναι διασκορπισμένα σε τούτη την μεγαλούπολη. Διότι όποιος ζει ή έχει ζήσει στο Λονδίνο γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει αλλαγή γραμμής: τεράστια σπατάλη χρόνου, ενέργειας και δυνάμεων.

Όταν λοιπόν ο υποψήφιος καταναλωτής βγει από το tube μετά από διαδρομή μιας ώρας στην Jubilee Line και ανέβει και πάλι από τα έγκατα της γης στην επιφάνεια για να δει το φως της ημέρας, έχει ακόμα να διανύσει μια απόσταση δεκαπέντε λεπτών με τα πόδια. Και μόνο τότε μπορεί να αφεθεί στην καταναλωτική του μανία. Όταν συνειδητοποιώ το μέγεθος της απόστασης που καλύψαμε, τόσο με το tube όσο και με τα πόδια, θυμάμαι ότι συνήθως επισκέπτομαι τούτη την αλυσίδα επίπλων με πολύ πιο βολικό τρόπο, δηλαδή με την άνεση που μου παρέχει το αυτοκίνητό μου. Το παρκάρω απλά απ’ έξω και μετά το πέρας του καταναλωτικού οργίου φορτώνω όλα τα ψώνια στο πορτμπαγκάζ και μάλιστα χωρίς σημαντικές απώλειες όπως π.χ. ένα λουμπάγκο. Για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου καλούμαι να τα βγάλω πέρα χωρίς αυτοκίνητο, διότι ενόψει της μετοίκησής μας στο Λονδίνο προτιμήσαμε να το πουλήσουμε –οι συνθήκες στη συγκεκριμένη πόλη, βλέπετε, δεν είναι και οι πιο ευνοϊκές για την κατοχή και χρήση αυτοκινήτου. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι πώς θα κουβαλήσουμε τα πράγματα που θα αγοράσουμε, τα οποία ανυποψίαστα περιμένουν ακόμα –και τονίζω το ακόμα– να τα σβήσω από τη λίστα μου. Έχω σοβαρούς ενδοιασμούς για το πώς θα μπορέσουμε να τα κουβαλήσουμε στο σταθμό, πώς θα τα ανεβάσουμε στο συρμό του tube και πώς θα τα σύρουμε έπειτα μέχρι το σπίτι. Και λέω θα τα σύρουμε, διότι το κανονικό κουβάλημα αποκλείεται, όχι μόνο λόγω της κουραστικής ημέρας, αλλά και επειδή πρόκειται για μια τόσο μεγάλη λίστα, το μέγεθος της οποίας by the way φρόντισα επιμελώς και για προφανείς λόγους να το αγνοεί ο καλός μου μέχρι και τούτη τη στιγμή. Ακολουθώντας το μότο «think pink» διώχνω καλού κακού όλες αυτές τις σκέψεις και αντ’ αυτού πιάνω αγκαζέ το έτερόν μου ήμισυ και χαίρομαι που θα περάσουμε μαζί τη μέρα μέσα στο μεγάλο σουηδικό κουτί. Δεν είναι υπέροχο που μπορείς με έναυσμα αυτά τα τέσσερα γράμματα να έχεις –όπου και να βρίσκεσαι στον κόσμο– ένα οικείο σημείο αναφοράς και να αποκτάς μια αίσθηση ότι δεν σε τρώει η ξενιτιά;

Στα νεανικά μου χρόνια ήμουν πάντα πολύ περήφανη που το όνομα αυτού του κολοσσού προέρχεται από την ελληνική λέξη «οικία» και θεωρούσα πως είχα υποχρέωση να το εξηγώ στον καθένα που με την ίδια υπερηφάνεια μου έδειχνε τη νέα επίπλωση του δωματίου του. Κάτι παρόμοιο επιχειρεί και ο κύριος Portokalos, ο πατέρας στην ταινία My Big Fat Greek Wedding. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, παραθέτει μια ετυμολογική ανάλυση για να αποδείξει στον καθένα, είτε τον ενδιαφέρει είτε όχι, ότι όλες, μα πραγματικά όλες οι λέξεις, προέρχονται από τα ελληνικά. Στο πλαίσιο αυτό, δεν διστάζει να ετυμολογήσει ακόμα και το ιαπωνικό «κιμονό» από την ελληνική λέξη «χειμώνας» με το σκεπτικό ότι οι Ιάπωνες ρίχνουν πάνω τους αυτό το «πράγμα για ντύσιμο» που είναι η αρχική σημασία της λέξηςόταν κάνει κρύο.

Εκτός όμως από τον κ. Portokalos στο Chicago, φαίνεται ότι κι άλλοι Έλληνες του εξωτερικού έχουν τον διακαή πόθο να διατυμπανίζουν κάθε τόσο με απτά επιχειρήματα ότι η ελληνική γλώσσα, και γενικότερα η Ελλάδα, αποτελεί το λίκνο της Ευρώπης –αν όχι όλης της οικουμένης– ξεστομίζοντας πάντα την αλαζονική ρήση: «Όταν εμείς είχαμε δημοκρατία, φιλοσοφία, θέατρο και άλγεβρα, η υπόλοιπη ανθρωπότητα ζούσε ακόμα πάνω στα δέντρα». Φαίνεται πως δεν διαφέρω και πολύ από τον κύριο Portokalos, αφού για δεκαετίες επιμένω να αγνοώ ότι το όνομα του συγκεκριμένου καταστήματος επίπλων δεν προέρχεται από τα ελληνικά. Πρόκειται απλώς για μια συντομογραφία, για τα αρχικά δηλαδή του ονόματος και του τόπου καταγωγής του ιδρυτή και τίποτα παραπάνω. Αυτή την ανακάλυψη την έκανα αρκετά χρόνια αργότερα, αφού προηγουμένως είχα φροντίσει να σπάσω τα νεύρα όλων των φίλων μου στα καινούργια τους νεανικά δωμάτια με τις εσφαλμένες ετυμολογικές μου γνώσεις. Μα πόσο ρεζίλι!

Ο σύζυγός μου, όπως προείπα, τρέφει μια έντονη αποστροφή για το συγκεκριμένο κατάστημα επίπλων. Για την ακρίβεια την είχε πάντα και η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπω κανένα λόγο για να αλλάξει κάτι στο μέλλον. Το τελευταίο που έχει στο νου του είναι μια κατοικία με έπιπλα που παραπέμπουν σε φοιτητικές εποχές και τα οποία μάλιστα θα πρέπει να συναρμολογήσει ο ίδιος.Το πιστεύω του είναι πως τα φοιτητικά χρόνια ανήκουν στο παρελθόν και μαζί μ’ αυτά και οι διακοπές με σακίδιο, το οτοστόπ, τα κοινόβια και τα φθηνά έπιπλα. Η αγαπημένη του ατάκα σχετικά με το θέμα είναι: This store has no furniture. It has “stuff”.

Παρόμοια αντιπάθεια θρέφει και για τις εργαλειοθήκες. Πολλοί άνδρες χαίρονται να μαστορεύουν και να καταπιάνονται με κατσαβίδια. Στη μεταμόρφωση απλών σανίδων σε ντουλάπια βλέπουν μάλιστα την εκπλήρωση μιας ιερής αποστολής ή την επιβεβαίωση του ανδρισμού τους. Ο καλός μου όμως δεν είναι διατεθειμένος να αφιερώσει το χρόνο του σε τέτοιες εργασίες. Και όχι μόνο επειδή πραγματικά δεν το έχει με τα ερασιτεχνικά μαστορέματα. Ως άτομο με ιδιαίτερα προσόντα, τα οποία εκτείνονται σε αρκετούς και διαφορετικούς τομείς, είναι της άποψης ότι ως εργαζόμενος μεσήλικας καλό θα είναι να μπορεί να προσλάβει καταρτισμένους επαγγελματίες για τέτοιες εργασίες και να τους πληρώσει το ανάλογο ποσό. Άσε που αυτό θα αποδειχθεί σωτήριο για τα νεύρα όλων. Δεν είναι τυχαίο, θεωρεί, ότι το σλόγκαν της διαφήμισης «ζούμε μαζί» μπορεί άνετα να παραφραστεί μεταξύ σοβαρού και αστείου σε: «βιδώνουμε μαζί». Πράγματι, είναι γεγονός ότι η αγορά ενός επίπλου από το συγκεκριμένο κατάστημα έχει ως επακόλουθο ατελείωτες ώρες μαστορέματος και ως εκ τούτου συμβάλλει στη διατάραξη της γαλήνιας οικογενειακής ατμόσφαιρας. Διότι, παρά την προσεκτική μελέτη και την πιστή εφαρμογή των οδηγιών, όλο και θα περισσέψουν στο τέλος μερικές βίδες στα πλαστικά σακουλάκια. Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Δεν θέλω καν να σκεφτώ τι συμβαίνει όταν… λείπουν βίδες. Τότε η εν λόγω γαλήνια ατμόσφαιρα πάει κατά διαόλου, οριστικά και αμετάκλητα γιατί το ζευγάρι γίνεται βίδες…

Έπειτα από όλες αυτές τις αναλύσεις, είναι προφανές ότι, καθαρά αντικειμενικά, η επίσκεψη στον σουηδικό κολοσσό είναι μια λανθασμένη απόφαση. Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, προστίθεται και το γεγονός ότι σε κρίσιμες στιγμές όπως είναι η συναρμολόγηση των σουηδικών επίπλων εγώ δεν μπορώ να παρέχω καμία ουσιαστική βοήθεια. Είμαι εντελώς ανίδεη και αδέξια σε ό, τι έχει να κάνει με τη χρήση εργαλείων, άσε που δεν διαθέτω και την υπομονή που απαιτείται για τέτοιες εργασίες. Η μόνη ενεργητική συμβολή μου σ’ αυτό το θέμα εξαντλείται στο να τα τακτοποιήσω όλα στο τέλος με ζήλο και μεράκι στην αντίστοιχη εργαλειοθήκη.

Αυτή η ανικανότητα που με διακρίνει όσον αφορά τις χειρωνακτικές εργασίες θα έπρεπε να είναι αρκετή ώστε να μην έχω το θράσος να σχολιάζω την εμφάνιση του επίπλου που έχει συναρμολογηθεί. Σας συμβαίνει κι εσάς το ίδιο; Το έπιπλο όλως περιέργως μοιάζει να έχει χάσει τη γοητεία του, δεν δείχνει ποτέ τόσο ωραίο όσο στο κατάστημα, προφανώς γιατί στο σπίτι λείπουν όλες εκείνες οι διακοσμητικές λεπτομέρειες που το πλαισίωναν τόσο ευφάνταστα στον χώρο της έκθεσης. Για το λόγο αυτό, η σύζυγος θα πρέπει να αποφύγει τη σύγκριση του δήθεν τελειωμένου επίπλου με την αντίστοιχη φωτογραφία του καταλόγου, καταπίνοντας σχόλια που της έρχονται αυθόρμητα στα χείλη, όπως: «Για όνομα του Θεού, αυτό το πράγμα τώρα υποτίθεται ότι έχει συναρμολογηθεί;». Μια έξυπνη σύντροφος οφείλει να κάνει ακριβώς το αντίθετο, να προσποιείται δηλαδή πως δεν αντιλαμβάνεται ότι το εν λόγω έπιπλο έχει πάρει από τώρα μια περίεργη κλίση και ότι δίνει την εντύπωση πως θα πέσει ανά πάσα στιγμή. Οφείλει επίσης να κατακλύσει με εγκωμιαστικά σχόλια τον μάστορα του σπιτιού, προτού αυτός προλάβει να πάρει μια βαθιά ανάσα και να αρχίσει το συνηθισμένο κήρυγμα, ότι δηλαδή ποτέ, μα ποτέ δεν είχε σε καμία, μα σε καμία εκτίμηση τούτο το σουηδικό κατάστημα και ότι της το έχει πει όχι πολλές, μα πάμπολλες φορές. Πού να το καταλάβει όμως εκείνη… Για τέτοιες σκηνές από έναν γάμο, που μόνο ο Ingmar Bergman μπορεί να τις περιγράψει καλύτερα, υπεύθυνο πρέπει να θεωρηθεί το εν λόγω κατάστημα. Παρεμπιπτόντως, δεν μπορώ να μην αναλογιστώ ότι στην αύξηση των διαζυγίων παγκοσμίως συμβάλλει όχι μόνο η συναρμολόγηση των αντικειμένων που αγοράστηκαν σε ένα τέτοιο all-in-one κατάστημα, αλλά απλώς και μόνο η επίσκεψη εκεί.

Ήρθε η ώρα λοιπόν να επιστρέψουμε στο θέμα μας, δηλαδή στην πρώτη και ταυτόχρονα τελευταία κοινή μας επίσκεψη στον σουηδικό κολοσσό, διότι ακριβώς εκεί, στο κατάστημα του Wembley στο Λονδίνο, συντελείται ο πρώτος μας γερός καβγάς με αφορμή ένα σουρωτήρι. Μάλιστα. Καλά διαβάσατε. Ένα σουρωτήρι! Εννοείται ότι παίρνω από το ράφι το ίδιο σουρωτήρι που χρησιμοποιώ εδώ και χρόνια στο εργένικο νοικοκυριό μου και ακριβώς γι’ αυτό το βάζω αυτονόητα στο καρότσι. Αντιλαμβάνομαι όμως ότι το συγκεκριμένο αντικείμενο έχει αποσπάσει την αμέριστη προσοχή του καλού μου, καθώς μου δηλώνει κατηγορηματικά ότι λόγω της τερατώδους όψης του το θεωρεί τελείως ακατάλληλο για το στράγγισμα ζυμαρικών. Με όσο τακτ μου είναι δυνατό, εκφράζω τις αμφιβολίες μου για τις όσο να ’ναι αμφιλεγόμενες μαγειρικές του δεξιότητες και παραθέτω ως επιχείρημα τη μακρόχρονη, αν και όχι επαγγελματική μαγειρική μου πείρα και την ύπαρξη δύο ενήλικων πλέον θυγατέρων. Πώς δηλαδή μεγάλωσαν αυτά τα κορίτσια; Απολαμβάνοντας φυσικά τα φαγητά μου. Ακόμη και ο ίδιος, ο οποίος έχει μια συγκεκριμένη προκατάληψη για κάποια σουρωτήρια, πρέπει να παραδεχτεί ότι τα υπέροχα αυτά πλάσματα κάπως θα μεγάλωσαν τέλος πάντων και σίγουρα το σουρωτήρι –τερατόμορφο ή μη– συνέβαλε καθοριστικά σ’ αυτό.

Εκείνος όμως συνεχίζει απτόητος, βγάζοντας τον γνωστό άσο από το μανίκι, που δεν είναι άλλος από την πρώην σύζυγο. Όπως ισχυρίζεται, αν κάποιος από τους δυο μας γνωρίζει πώς μαγειρεύονται τα ζυμαρικά, είναι μάλλον αυτός λόγω του προηγούμενου γάμου του με Ιταλίδα. Επειδή το βλέμμα μου από μόνο του δεν αρκεί για να σκίσω τη γάτα από την αρχή και να καταπνίξω την όποια αντίστασή του εν τη γενέσει της, πρέπει να του απευθυνθώ και λεκτικά. Τον αντικρούω λοιπόν με το επιχείρημα ότι ένα ιταλικό διαβατήριο δεν προάγει κάποιον αυτομάτως σε master chef, ενώ αποσιωπώ το πιο σημαντικό, ότι δηλαδή αυτή τη στιγμή, αλλά και γενικότερα, ποσώς με ενδιαφέρουν οι μαγειρικές δεξιότητες της προκατόχου μου. Όταν δε στη συνέχεια επιχειρεί να βάλει το σουρωτήρι πίσω στο ράφι, μου είναι αδύνατο να κρατηθώ. Του ρίχνω ένα απειλητικό βλέμμα φανταστείτε ότι τα μάτια μου έχουν συρρικνωθεί τόσο, που έχουν μείνει μόνο δύο σχισμές. Και επειδή η πολλή ανάλυση φέρνει παράλυση, ψελλίζω μέσα από τα δόντια απλά ένα «μην τολμήσεις!». Παρά την ευρωπαϊκή μας ανατροφή περί αποδοχής και ανεκτικότητας, η συζήτησή μας δεν τελειώνει ειρηνικά. Αντίθετα, παίρνει φοβερές διαστάσεις και καταλήγει στις συνήθεις προκαταλήψεις, που μια πολυπολιτισμική κοινωνία στις περιπλανήσεις της ανά την υφήλιο κουβαλάει στα μπαγάζια της προτιμώντας να μη τις βγάζει έξω. Εκτός κι αν ξεσπάσει ιταλο-ελληνο-γερμανικός καβγάς σε βρετανικό έδαφος με πρόσχημα ένα σουρωτήρι…

Σε τέτοιου είδους καβγάδες λοιπόν μπορεί να καταλήξει κανείς, όταν τραβολογά με το ζόρι τον σύντροφό του σε καταστήματα επίπλων σαν και τούτο και όταν επιπλέον θέλει να αγοράσει προϊόντα που δεν του αρέσουν. Αυτή η αντιπαράθεση είναι μεγάλο σοκ για μένα. Διότι την πρώτη κοινή μας επίσκεψη στο κατάστημα επίπλων εγώ την έβλεπα ως την απόλυτη απόδειξη και επισφράγιση της ευτυχίας μας, κάτι σαν πρόταση γάμου με το σχετικό γονάτισμα και το μονόπετρο. Όλα τα χρόνια που ήμουν single με έπιανε κυριολεκτικά κατάθλιψη κάθε φορά που έσπρωχνα το καρότσι μέσα στο σουηδικό μεγαθήριο και το βλέμμα μου έπεφτε ασυναίσθητα σε ευτυχισμένα ζευγάρια που διάλεγαν μαζί την επίπλωση του σπιτιού τους. Τουλάχιστον τότε πίστευα ότι τα ζευγαράκια ήταν ευτυχισμένα! Ή απλά έτσι ήθελα να πιστεύω.

Αργότερα, καθώς διηγούμαι σε παρέα την ιστορία με το σουρωτήρι και τον καβγά που πάει πακέτο, εισπράττω βροντερά γέλια, συνοδευόμενα από το σχόλιο ότι ο τσακωμός ενός ζευγαριού αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο μιας επίσκεψης σ’ αυτό το γιγαντιαίο μαγαζί –σαν να λέμε σινεμά και ποπκόρν–, διότι πουθενά αλλού δεν θα βρεις καταλληλότερο περιβάλλον για έναν επεισοδιακό καβγά. Έπρεπε να περάσει καιρός για να καταλάβω ότι τα ζευγαράκια που έβλεπα όσο ήμουν single δεν έγνεφαν συγκαταβατικά, όπως νόμιζα, αλλά κουνούσαν τα κεφάλια τους φρικαρισμένοι. Το αντικείμενο που έβαζε ο ένας τους στο καρότσι δεν προξενούσε στον άλλο χαρά και ικανοποίηση, αλλά μάλλον θυμό και κακία. Μάλιστα το επέστρεφαν εξοργισμένοι πίσω στο ράφι. Ούτε και έσπρωχναν το καρότσι προς το ταμείο σαν πιτσουνάκια μέσα σε χάδια και φιλιά, αλλά κράζονταν και τσακώνονταν και πιθανότατα θα προτιμούσαν να παρατήσουν σύξυλο τον ή τη σύντροφό τους μαζί με την αναθεματισμένη καφετιά χαρτοσακούλα με τα τέσσερα γράμματα και να το βάλουν στα πόδια.

Τελικά είναι μάλλον στη φύση του ανθρώπου να βλέπει και να ακούει αυτά που θέλει να δει και να ακούσει.

error: Content is protected !!

By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close