Χριστίνα Αντωνιάδου
Τον καιρό που ζούσα ακόμα στην Ευρώπη, είχα συχνά την εντύπωση ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο οι αστυνομικοί έτρεφαν ιδιαίτερη «συμπάθεια» προς το πρόσωπό μου και κυρίως προς το αυτοκίνητο που τύχαινε να οδηγώ. Με φρίκη λοιπόν έρχομαι τώρα να διαπιστώσω ότι η στενή σχέση μου με τα όργανα της τάξης δεν περιορίζεται μόνο στα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η είδηση ότι κατέφθασα στη Νότια Αφρική φαίνεται πως έχει διαδοθεί εν ριπή οφθαλμού και οι αστυνομικοί περιμένουν πώς και πώς να περάσω με το αμάξι από μπροστά τους, αν και το PT Cruiser με το έντονο κερασί χρώμα που οδηγούσα στην Ελλάδα έπαψε πια να είναι στην κατοχή μου. Όσο ζούσα εκεί, πάλι, ήμουν απόλυτα πεπεισμένη ότι η συχνότητα των αστυνομικών ελέγχων οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Hugo μου –όπως αποκαλούσα τρυφερά το αμάξι μου– ξεχώριζε μέσα στην κίνηση έτσι όπως έμοιαζε με πασχαλινό αυγό, στρογγυλό στρογγυλό και κατακόκκινο. Φτάνοντας στο Joburg εκφράζω την επιθυμία να οδηγήσω ξανά ένα PT Cruiser, αλλά μας αποτρέπουν αμέσως από την αγορά ενός τέτοιου αυτοκινήτου, επειδή κατά τα φαινόμενα βρίσκεται πολύ ψηλά στις προτιμήσεις των κλεφτών. Φαίνεται πως δεν είναι μόνο το δικό μου αγαπημένο αυτοκίνητο, αλλά κι αυτό που αγαπούν ιδιαίτερα οι μαύρες κυρίες των μεσαίων στρωμάτων. Έτσι κατέληξα να έχω στην κατοχή μου ένα Nissan Qashqai, το οποίο περνάει απαρατήρητο. Σε λευκό χρώμα, για να μη χτυπάει στο μάτι. Η αλλαγή από τον λατρεμένο Hugo σ’ αυτό το μοντέλο αυτοκινήτου με το δυσκολοπρόφερτο όνομα δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.
Στη νοτιοαφρικανική αστυνομία, η οποία την εποχή της πολιτικής των διακρίσεων απαρτιζόταν αποκλειστικά από λευκούς, υπηρετούν σήμερα σχεδόν μόνο μαύροι, όπως άλλωστε και στο σύνολο του δημόσιου τομέα. Άλλωστε στην ιστορία δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρο να έχουμε εκ βάθρων αλλαγές στο δημόσιο τομέα μιας χώρας έπειτα από βαθιά αλλαγή του καθεστώτος της. Το έχουμε δει και στη Γερμανία δύο φορές: μία μετά τον πόλεμο και μία μετά την πτώση του τείχους. Εδώ βέβαια, στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, δεν πρόκειται τόσο για ζήτημα ιδεολογίας ή ένταξης σε ένα κόμμα όσο για ζήτημα φυλετικού χαρακτήρα. Όχι ότι η ένταξη στο ANC –το κόμμα του Mandela– δεν θα έπαιζε κάποιον ρόλο, το αντίθετο μάλιστα.
Σήμερα πάντως η νοτιοαφρικανική αστυνομία είναι δυστυχώς γνωστή για τη διαφθορά της. Στα σχετικά σεμινάρια ενημέρωσης φρόντισαν να μας πληροφορήσουν αρκετά νωρίς για τις μεθόδους με τις οποίες η τοπική αστυνομία καταφέρνει να χρηματίζεται. Προσωπικά είχα την ευκαιρία να μάθω για το θέμα τις πρώτες κιόλας ημέρες της άφιξής μας στη χώρα. Καθώς έβλεπα ένα σπίτι για να νοικιάσουμε, ακούω τη μεσίτρια να διηγείται σε μια συνάδελφό της ότι το προηγούμενο βράδυ τη σταμάτησαν δυο αστυνομικοί και ακολουθώντας την κλασική τακτική τους της ζήτησαν «φακελάκι». Η γυναίκα αναγκάστηκε να τους δώσει 200 rand. Την ακούω και παθαίνω τέτοιο πατατράκ που νιώθω τα πόδια μου να παραλύουν. Ανεβαίνοντας τη σκάλα προς τον επάνω όροφο του σπιτιού σκαλώνω σε ένα σκαλοπάτι και σωριάζομαι φαρδιά πλατιά κάτω. Εξετάζω το πονεμένο μου γόνατο, που σύντομα θα στολίζεται από πολύχρωμες μελανιές, και αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι η τροχαία σ’ αυτή τη χώρα δεν θα είναι μάλλον φίλος και προστάτης – όχι πως ήταν ποτέ και στην Ευρώπη δηλαδή, αλλά τουλάχιστον εκεί παρηγορούσα τον εαυτό μου με την ιδέα ότι τα χρήματα από τα άπειρα πρόστιμα που μου καταλόγιζαν κατέληγαν στο δημόσιο κορβανά. Εδώ οι κακοπληρωμένοι αστυνομικοί τα βάζουν κατευθείαν στην τσέπη τους, αφού από ό,τι φαίνεται η κύρια δραστηριότητά τους είναι να σταματάνε τους οδηγούς στο δρόμο για υποτιθέμενο έλεγχο και μετά να τους εκβιάζουν έμμεσα για χρηματισμό. Το «φακελάκι» αυτό, που αποκαλείται bribe, βελτιώνει τις μηνιαίες αποδοχές τους και μ’ αυτό καταφέρνουν να ζήσουν τις οικογένειές τους. Ένας Θεός ξέρει τι μας περιμένει λοιπόν….
Από παντού δεχόμαστε προειδοποιήσεις και υποδείξεις πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε στην περίπτωση που μας σταματήσει ένα περιπολικό της αστυνομίας για έλεγχο. Πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν είναι όλα τα αστυνομικά αυτοκίνητα αυτό που δείχνουν, κάτι φυσικά που για τις ευρωπαϊκές συνθήκες μοιάζει κάπως αλλόκοτο. Είναι εύλογο η κατάσταση αυτή να μην ενισχύει ιδιαίτερα το αίσθημα ασφάλειας στον πολίτη, αντιθέτως του μεταδίδει την αίσθηση ότι είναι δεμένος χειροπόδαρα στη μοίρα του. Ένας σημαντικός κανόνας που πρέπει να ακολουθείς απαρέγκλιτα είναι ότι τη νύχτα δεν σταματάς ποτέ σε σήμα της αστυνομίας, παρά συνεχίζεις κανονικά μέχρι το επόμενο πρατήριο βενζίνης.
Και ενώ ο σύζυγός μου κι εγώ βρισκόμαστε στο αυτοκίνητο και παπαγαλίζουμε όλους αυτούς τους κανόνες όπως την προπαίδεια όταν ήμασταν παιδιά, να σου κι ένας αστυνομικός που μας κάνει σήμα να πάμε στην άκρη. Πανικοβαλλόμαστε σε τέτοιο βαθμό που σταματάμε αμέσως και από την τρομάρα μας ξεχνάμε όλα τα μέτρα και τους κανόνες που με τόσο κόπο καταφέραμε να αποστηθίσουμε. Οι δύο αστυνομικοί μας προσεγγίζουν από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου και σκύβουν στο παράθυρο του οδηγού. Μόλις αντιλαμβάνονται ότι είμαστε ξένοι, ξεκινάει μια ανταλλαγή φιλικών χειραψιών. Οι αστυνομικοί δίνουν και στους δυο μας το χέρι και μας ρωτάνε από πού είμαστε. Φανερά ανακουφισμένοι τους πληροφορούμε ότι έχουμε μετακομίσει από την Ευρώπη στη Νότια Αφρική πριν ένα μήνα κι αυτοί χαμογελαστοί μας καλωσορίζουν με ένα φιλικό welcome, που συνοδεύεται από μια νέα ανταλλαγή χειραψιών και αστραφτερά χαμόγελα που θυμίζουν ηθοποιούς σε διαφημίσεις οδοντόπαστας. Εκφράζουν την ελπίδα ότι θα μας αρέσει εδώ και μας εύχονται καλή διαμονή για το διάστημα που θα μείνουμε στη χώρα. Όλες οι υπόλοιπες ερωτήσεις που συνήθως κάνουν τα αστυνομικά όργανα περιέργως εκλείπουν. Αποχαιρετώντας μας μας δίνουν πάλι το χέρι, συνολικά λοιπόν ο καθένας μας μέσα σε λίγα λεπτά έκανε με κάθε αστυνομικό από τρεις φορές εξάσκηση στο άθλημα της χειραψίας. Μόλις οι δύο αστυνομικοί εξαφανίζονται με το περιπολικό τους ακτινοβολώντας από χαρά, κοιταζόμαστε με μια ευχάριστη έκπληξη στο βλέμμα και απορούμε για τις αμέτρητες ιστορίες τρόμου που ακούσαμε να μας διηγούνται με σκοπό την ομαλή προσαρμογή μας εδώ.
Μερικά βράδια αργότερα παρατηρούμε ότι μας ακολουθεί ένα περιπολικό, αλλά τη φορά αυτή θέλουμε να τα κάνουμε όλα σωστά. Διατηρούμε λοιπόν τις επιφυλάξεις που αρμόζουν στην περίσταση και δεν σταματάμε. Ανάβουμε όμως τα αλάρμ για να δώσουμε σήμα στους αστυνομικούς –αν βέβαια είναι γνήσιοι αστυνομικοί και όχι απατεώνες– ότι τους έχουμε αντιληφθεί αλλά ότι δεν σταματάμε από φόβο μήπως και δεν πρόκειται για πραγματικά αστυνομικά όργανα. Συνεχίζουμε κανονικά την πορεία μας κι αυτοί μας ακολουθούν υπομονετικά κατά πόδας μέχρι που φτάνουμε στο gate του σπιτιού μας, όπου και σταματάμε. Ο αστυνομικός κατεβαίνει από το περιπολικό και μας ρωτάει εξοργισμένος για ποιο λόγο, να πάρει η ευχή, σταματήσαμε σ’ αυτή τη σκοτεινή περιοχή. We are living here, απαντάμε με αφέλεια. Μας κοιτάζει με μια έκφραση δυσπιστίας. Is this your home? Με μεγάλη δόση περηφάνιας γνέφουμε καταφατικά στην ερώτηση και εισπράττουμε αντί θαυμασμού κάτι που μοιάζει με την έκφραση «έλεος πια». Διότι ο αστυνομικός χτυπάει με δύναμη την παλάμη του στο κούτελό του –προφανώς για να δείξει ότι μόλις άκουσε κάτι πολύ ανόητο, αν ήταν Έλληνας μάλλον θα μας είχε ρίξει μια περιποιημένη μούντζα– και μας εξηγεί πως αυτό είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσαμε να κάνουμε σε μια τέτοια περίπτωση, να σταματήσουμε δηλαδή μπροστά στο σπίτι μας. Γιατί αν υποθέσουμε ότι οι δήθεν αστυνομικοί είναι στην πραγματικότητα κακοποιοί, θα ήμασταν εύκολη λεία στα χέρια τους έξω από την αυλόπορτά μας. Δειλά και με ύφος απολογητικό προσπαθούμε να του εξηγήσουμε ότι στο σεμινάριο μας υπέδειξαν να μη σταματάμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις αλλά να συνεχίζουμε την πορεία μας. Οι αστυνομικοί ανταλλάσσουν βλέμματα γεμάτα υπονοούμενα, χαμογελούν ειρωνικά και κουνάνε και οι δυο το κεφάλι τους: Σωστά! Μα όχι μπροστά στη δική σας αυλόπορτα, παρά στο επόμενο πρατήριο βενζίνης όπου έχει κόσμο και φώτα. Εδώ, στην περίπτωση που τα πράγματα είναι σοβαρά, δεν θα έρθει ούτε ένας άνθρωπος να σας βοηθήσει και επιπλέον είναι και θεοσκότεινα. Why isn’t this area lighted enough? Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο αστυνομικός έχει τα δίκια του, αλλά στην ερώτησή του γιατί η περιοχή δεν έχει αρκετό φως αδυνατούμε να δώσουμε απάντηση. Όσο για το βενζινάδικο, που θα ήταν το λιμάνι της σωτηρίας μας, ούτε που μας πέρασε από το μυαλό μέσα στον πανικό μας, διότι ως Ευρωπαίοι αναζητάμε ένα πρατήριο βενζίνης για πολύ συγκεκριμένους λόγους, στους οποίους από όσο γνωρίζω δεν εντάσσεται η προσπάθεια να ξεφύγει κανείς από αστυνομικούς. Σαν δυο ζαβολιάρικα παιδιά που έχουν σκαρώσει κάτι και πιάστηκαν στα πράσα, κοιταζόμαστε αμήχανα και ακούμε τον εξάψαλμο. Και μάλιστα χωρίς να βγάλουμε μιλιά ή να αντιδράσουμε με κάποιον άλλον τρόπο. Περιέργως όμως ούτε κι αυτή τη φορά οι αστυνομικοί ζητάνε να ελέγξουν τα χαρτιά μας.
Οι εβδομάδες περνούν χωρίς να συμβεί κάτι το δυσάρεστο και απορούμε γιατί σ’ αυτό τον τόπο ακούμε διαρκώς μόνο αρνητικά για την αστυνομία, αφού η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι και βοήθεια προσφέρουν και προθυμία δείχνουν αλλά και διδακτικοί μπορούν να γίνουν αν χρειαστεί. Τουλάχιστον απέναντι σε εμάς τους ξένους. Ένα βράδυ πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο στην άλλη άκρη της πόλης, σε μια συναυλία του Γιώργου Νταλάρα. Μάλιστα! Καλά διαβάσατε! Υπό κανονικές συνθήκες, αν ζούσα δηλαδή ακόμα στην Ελλάδα, πολύ πιθανόν να μην έκανα τον κόπο να πάω σ’ αυτή τη συναυλία, αλλά όταν είσαι τόσο μακριά από τα πολιτιστικά δρώμενα της πατρίδας σου κάνεις και κάποιους… συμβιβασμούς. Στην επιστροφή για το σπίτι λαμβάνει χώρα η τρίτη μας συνάντηση με την αστυνομία, που αυτή τη φορά θυμίζει την ταινία «Στενές επαφές τρίτου τύπου» του Spielberg. Επειδή όμως εν τω μεταξύ έχουμε αποκτήσει μια κάποια πείρα και έχοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ξένο μας διαβατήριο, αντιμετωπίζουμε την κατάσταση με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Εξάλλου δεν υπάρχει κάποιος λόγος ανησυχίας, αφού μέχρι τώρα έχουμε κάνει τη γνωριμία μόνο συμπαθέστατων αστυνομικών.
Ο αστυνομικός ζητάει λοιπόν πολύ ευγενικά το δίπλωμα οδήγησης και όταν το παίρνει στα χέρια του προσπαθεί να διαβάσει τις λέξεις στην πρώτη σελίδα. Δεν τα καταφέρνει όμως γιατί κολλάει ήδη στην πρώτη λέξη, την επικεφαλίδα «Führerschein», που στα γερμανικά σημαίνει δίπλωμα οδήγησης. Είναι φανερό ότι δεν είναι μόνο το Umlaut, δηλαδή οι δυο τελίτσες πάνω από το δεύτερο γράμμα, που τον δυσκολεύει. Είναι ευρωπαϊκό δίπλωμα, προσπαθούμε να βοηθήσουμε την κατάσταση, το γράμμα D δηλώνει Deutschland, τη Γερμανία, συμπληρώνουμε χαλαρά. Γελάει και παραβλέποντας τελείως το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης συμπεραίνει ότι το έτερον ήμισυ είναι Γερμανός, αφού έχει στην κατοχή του γερμανικό δίπλωμα οδήγησης. Εξακολουθώντας να παραμένει πεισματικά σ’ αυτή την εκδοχή τον ρωτάει ποια ομάδα της Bundesliga, της Α΄ Εθνικής της Γερμανίας δηλαδή, υποστηρίζει. Η συλλογιστική του δεν είναι και τόσο λανθασμένη, παρ’ όλα αυτά οι εικασίες του χρειάζονται κάποια διόρθωση, η οποία όμως αντί να βοηθήσει δημιουργεί περισσότερο μπέρδεμα, καθώς παρεμβαίνω εγώ με κάποιο θράσος είναι αλήθεια –στο κάτω κάτω δεν ρωτήθηκα καν– και του εξηγώ ότι δεν έχουμε αγαπημένη ομάδα στη Γερμανία διότι δεν είμαστε Γερμανοί. Ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι απαραίτητα η αγαπημένη μου ασχολία προτιμώ να μη το αναφέρω καν, γιατί αυτό ως επιχείρημα θα απορριφθεί ασυζητητί από τους μαύρους Νοτιοαφρικανούς, που είναι οπαδοί του αθλήματος. Οι λευκοί αντιθέτως θα είχαν δείξει πλήρη κατανόηση διότι είναι φανατικοί του rugby, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.
Το επόμενο που ρωτάει τον άντρα μου είναι φυσικά από πού κατάγεται αφού δεν είναι Γερμανός, κι εμείς περιμένουμε ότι ακούγοντας Ελλάδα θα μπερδευτεί ακόμα περισσότερο, πράγμα που δεν προμηνύει απαραίτητα αίσιο τέλος για την υπόθεσή μας. Δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο και γι’ αυτό η επόμενη ερώτηση μας αφήνει άναυδους, αφού τον ρωτάει αν είναι οπαδός του Παναθηναϊκού ή του Ολυμπιακού. Ο νεαρός άνδρας ομολογουμένως μας εμπνέει πλέον έναν κάποιον σεβασμό. Το γεγονός ότι ζει στην άλλη άκρη του κόσμου και παρ’ όλα αυτά έχει γνώση του ελληνικού ποδοσφαίρου αποσπά αν μη τι άλλο τον αμέριστο θαυμασμό μας. Διότι δεν είναι αυτονόητο για κάποιον που ζει στο νότιο άκρο της Αφρικής να γνωρίζει την Ελλάδα, πόσο μάλλον τις ποδοσφαιρικές της ομάδες. Η ατμόσφαιρα γίνεται πιο χαλαρή και ο καλός μου ξεθαρρεύοντας του λέει ότι προτιμάει μια τρίτη ομάδα από τη Θεσσαλονίκη.
Απότομα το αστυνομικό όργανο επανέρχεται στο αρχικό θέμα και τον ρωτάει για ποιο λόγο έχει στην κατοχή του ένα γερμανικό δίπλωμα οδήγησης. Το έτερόν μου ήμισυ αναφέρει κάποια στοιχεία της ζωής του που αιτιολογούν μεν το γερμανικό δίπλωμα οδήγησης, δεν φαίνονται ωστόσο ικανά να πείσουν τον αστυνομικό, ο οποίος δείχνει να διακατέχεται από μια ορισμένη καχυποψία απέναντι στους Έλληνες, τους Γερμανούς, τους Ευρωπαίους ή τους λευκούς γενικώς και αντικρούει με το επιχείρημα ότι αφού πια ο καλός μου ζει τώρα στη Νότια Αφρική, είναι υποχρεωμένος να έχει διεθνές δίπλωμα οδήγησης. Διότι αυτό εδώ –και ανεμίζει επιδεικτικά το δίπλωμα μέσα στη νύχτα– μπορεί να είναι ευρωπαϊκό, αλλά ο ίδιος δεν είναι σε θέση αλλά ούτε και υποχρεωμένος να το διαβάσει και να το καταλάβει, και γενικά ποιος μπορεί να τον διαβεβαιώσει ότι πρόκειται για δίπλωμα οδήγησης και όχι για κάτι άλλο, παραδείγματος χάρη ένα βιβλιάριο υγείας, ένα πιστοποιητικό σύνταξης ή κάτι τέτοιο. Του υπενθυμίζουμε τη λέξη driving licence που είναι τυπωμένη στην πρώτη σελίδα κάτω κάτω, του δείχνω μάλιστα με τη βοήθεια του smartphone και της εφαρμογής μετάφρασης, η οποία με εξυπηρέτησε αμέτρητες φορές στη χώρα αυτή, ότι η λέξη driving licence μεταφράζεται στη γερμανική γλώσσα πραγματικά με τη μακριά δυσκολοπρόφερτη λέξη που αναφέρεται σ’ αυτό το ροζ φυλλαράκι, η οποία αρχίζει από «F» και παίρνει αυτές τις δύο τελίτσες πάνω από το δεύτερο γράμμα. Μάταιος κόπος, δεν πείθεται με τίποτα. Είναι σκληρό καρύδι και επιμένει πως δεν μπορεί να κάνει τον έλεγχο, βρίσκει μάλιστα νέο κώλυμα, που είναι η ημερομηνία λήξης του εγγράφου. Δεν μας πιστεύει όταν του λέμε ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα οδήγησης δεν χάνουν την ισχύ τους ακόμα κι αν ο κάτοχός τους φτάσει σε βαθιά γεράματα. Σαν να λέμε εφ’ όρου ζωής. Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος.
Τίποτα! Επιμένει να του φέρουμε αποδείξεις ότι το ροζ, ομολογουμένως ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο πραγματάκι είναι ακόμα σε ισχύ, πράγμα καθόλου εύκολο εξαιτίας της εμφάνισής του, που θυμίζει πατσαβουριασμένο κουρελόχαρτο. Επαναλαμβάνει για πέμπτη φορά ότι μπορεί το ευρωπαϊκό δίπλωμα οδήγησης να έχει ισχύ στην Ευρώπη, αλλά με εξαίρεση την αγγλική μετάφραση driving licence όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι γραμμένα στα γερμανικά, ότι δεν καταλαβαίνει γρι από τις έξι σελίδες του και ότι αυτό το κουρελόχαρτο έπρεπε ήδη να το είχαμε δώσει εδώ και καιρό στην πρεσβεία για μετάφραση. Δεν έχουν καμιά σημασία τα επιχειρήματα που παραθέτουμε, αυτός επιμένει να μας υποδεικνύει πολύ φιλικά αλλά κατηγορηματικά ότι δεν είναι υποχρεωμένος ούτε συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντά του να διαβάζει και να κατανοεί ευρωπαϊκά έγγραφα – και χωρίς αμφιβολία ένα ευρωπαϊκό δίπλωμα οδήγησης υπάγεται στην κατηγορία των ευρωπαϊκών εγγράφων. Είμαστε όμηροι της αδιαλλαξίας του. Ο διάλογος αυτός δεν λέει να τελειώσει και, παρά το εξαιρετικά φιλικό ύφος με το οποίο διεξάγεται, δεν οδηγεί πουθενά. Έχουμε πλέον την αίσθηση ότι αποβλέπει σε χρηματισμό για να μας αφήσει επιτέλους να συνεχίσουμε την πορεία μας. Λάθος! Του αρκεί να του υποσχεθούμε δεσμευτικά πως το αμέσως επόμενο διάστημα θα δώσουμε το ροζ δίπλωμα για μετάφραση και επιτέλους παίρνουμε την άδεια να φύγουμε. Χωρίς να δώσουμε φακελάκι. Έχουμε μάθει όμως απ’ έξω κι ανακατωτά τι ακριβώς δεν συμπεριλαμβάνεται στον τομέα των καθηκόντων του. Παρεμπιπτόντως το δίπλωμα οδήγησης ακόμα να μεταφραστεί…
Μία ακόμη συνάντηση με Νοτιοαφρικανούς αστυνομικούς, τους υποτιθέμενους φίλους και προστάτες μας, γίνεται πάλι νυχτιάτικα. Πραγματικά αναρωτιέμαι πού στο καλό είναι κρυμμένοι όλοι αυτοί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Με πρόθεση λοιπόν να τους αποφύγουμε, δεν πηγαίνουμε αυτή τη φορά στο σπίτι από την Oxford Road ως συνήθως, επειδή εκεί είναι οι περισσότεροι αστυνομικοί έλεγχοι, αλλά στρίβουμε σε έναν παράδρομο. Δεν προλαβαίνουμε να προχωρήσουμε ούτε εκατό μέτρα και να σου η απόδειξη ότι, τουλάχιστον από τον Οιδίποδα και μετά, «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Ειδικά όταν αυτό διαθέτει και έναν μπλε φάρο με τον οποίο κάνει ακόμα πιο αισθητή την παρουσία του. Οι αστυνομικοί είναι στημένοι στην άκρη του δρόμου περιμένοντας υπομονετικά τα θύματά τους και μαζί μ’ αυτά τη βελτίωση των μηνιαίων αποδοχών τους. Εμείς όμως έχουμε κλείσει σχεδόν ένα χρόνο στο Joburg, είμαστε γνώστες των τοπικών ιδιομορφιών και συνηθειών και μπορούμε να αντεπεξέλθουμε σε κάθε αστυνομικό έλεγχο. Έτσι τουλάχιστον πιστεύουμε.
Ο αστυνομικός αυτός δεν μας δίνει το χέρι για την καθιερωμένη χειραψία. Ούτε μας ρωτάει για την καταγωγή μας. Ούτε μας καλωσορίζει. Ούτε φαίνεται επίσης να είναι οπαδός κάποιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Σε καμία περίπτωση δεν επιχειρεί να προσαρμόσει την κυκλοφοριακή μας συμπεριφορά στο πνεύμα των νοτιοαφρικανικών κανόνων. Απλά ζητάει ξερά να δει το δίπλωμα οδήγησης, στο οποίο μόλις και μετά βίας ρίχνει μια φευγαλέα ματιά. Δίχως περιστροφές θέτει ευθέως την ερώτηση αν ο οδηγός κατανάλωσε αλκοόλ. Ο σύζυγός μου παραδέχεται ότι ήπιε ένα ποτηράκι. So you are drunk! –Μα με ένα ποτήρι δεν μεθάς, αντιλέγει ο άντρας μου ελαφρά πειραγμένος. –Yes, you are. –No, I am not. –Yes, you are. –No, I am not. Ο βαθυστόχαστος αυτός διάλογος μου θυμίζει το τραγούδι Anything you can do, I can do better από το μιούζικαλ Annie Get Your Gun, αλλά είμαι σίγουρη ότι οι δυο άντρες τούτη τη στιγμή μόνο αυτό δεν έχουν στο μυαλό τους.
Ο αστυνομικός βγάζει το αλκοολόμετρο, το κρατάει τριάντα εκατοστά μακριά από το στόμα του συζύγου μου και τον προστάζει να φυσήξει, πράγμα που είναι λογικά αδύνατο. Παρ’ όλα αυτά το όργανο επιμένει. Τι να κάνει κι ο σύζυγός μου, υπακούει και φυσάει προς την κατεύθυνση του μικρού σωλήνα, προσπαθώντας να συγκρατηθεί για να μη σκάσει από τα γέλια. Ευθύς αμέσως ο αστυνομικός κοιτάζει το σωληνάκι από κοντά και αποφαίνεται με ύφος ειδήμονα ότι η ποσότητα του αλκοόλ στο αίμα είναι σε ανεπίτρεπτα υψηλά επίπεδα. Το έτερον ήμισυ αρχίζει να διαμαρτύρεται και θέλει να του επισημάνει με ύφος Mister–Know–It–All τη φαιδρότητα της κατάστασης. Ο αστυνομικός όμως δεν σηκώνει υποδείξεις και τον απειλεί ότι λόγω της κατάστασης μέθης, στην οποία έχει περιέλθει ο σύζυγός μου, θα περάσει τη νύχτα στο κρατητήριο. Και μάλιστα στις φυλακές Alexandra. Στο άκουσμα της λέξης «Alexandra» παγώνει το αίμα μας. Θα πρέπει σ’ αυτό το σημείο να εξηγήσω στους αναγνώστες που έχουν ελλιπή εικόνα των καταστάσεων και της γεωγραφίας του Johannesburg ότι η εν λόγω περιοχή θεωρείται η πιο επικίνδυνη στην πόλη. Πρόκειται για ένα township όπου βρίθει η εγκληματικότητα και στις φυλακές του οποίου ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του. Και ακριβώς εκεί θέλει να μας μπουζουριάσει αυτός ο άνθρωπος!
Αναπόφευκτα ο νους μας πάει σε έναν γνωστό που πριν λίγο καιρό μας έδωσε την εξής συμβουλή: όταν πέφτουμε σε έλεγχο της τροχαίας να απαιτούμε να μας δίνουν έγγραφη κλήση σύμφωνα με τους κανονισμούς, όπου τεκμηριώνεται το είδος της παράβασης. Μια δεύτερη συμβουλή ήταν να προσποιείσαι στον αστυνομικό που θέλει να σε οδηγήσει στη φυλακή ότι είσαι πρόθυμος να τον ακολουθήσεις. Σαν να λέμε ότι δεν σου καίγεται καρφί να περάσεις και μια βραδιά στο κρατητήριο. Ο γνωστός επέμενε ότι κανένα από τα διεφθαρμένα αυτά παλικάρια δεν θα έδινε κλήση εγγράφως ούτε βέβαια θα έμπαινε στον κόπο να στείλει κάποιον για μια νύχτα στη φυλακή. Καλές όλες αυτές οι θεωρίες, αλλά τόσο εγώ όσο και ο άνδρας μου δεν είμαστε αυτή τη στιγμή σε θέση να δείξουμε το θάρρος ή την ψυχραιμία που απαιτείται για να ακολουθήσουμε τις συγκεκριμένες συμβουλές. Προτιμώ να ψιθυρίσω στον καλό μου να του δώσει ένα κατοστάρικο, γιατί αλλιώς μας βλέπω χωρίς πιτζάμες και οδοντόβουρτσα να μοιραζόμαστε το κελί με τουλάχιστον μια ντουζίνα κακοποιούς, όχι απαραίτητα φιλικά διακείμενους απέναντί μας. Ο σύζυγός μου, έχοντας την ίδια εκτίμηση με μένα για τη σοβαρότητα της κατάστασης, βγάζει από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα.
Αντικρίζοντας τα 100 rand, που αντιστοιχούν περίπου σε 7 ευρώ, ο κύριος αυτός δεν φαίνεται να μαλακώνει καθόλου. Αντιθέτως μας βάζει τις φωνές και ζητάει να σβήσουμε το εσωτερικό φως του αυτοκινήτου. Ολοφάνερα αγχωμένος κοιτάζει ταυτόχρονα προς την κατεύθυνση του συναδέλφου του, που λίγα μέτρα πιο πέρα ελέγχει ένα άλλο αυτοκίνητο και τον οδηγό του, τον οποίο ενδεχομένως τρομοκρατεί με την ίδια τακτική και τους ίδιους ελέγχους προτού τον μαδήσει. Χωρίς χρονοτριβή ο δικός μας αστυνομικός εμφανίζει από το πουθενά έναν μικρό φακό και κατευθύνει τη δέσμη φωτός πάνω στο πορτοφόλι, μην παραλείποντας ωστόσο να μας ψέξει για απόπειρα δωροδοκίας: So you think I am corrupt for 100 rand? Τα χάνουμε. Αυτή την περίπτωση δεν την είχαμε υπολογίσει. Ούτε και μας είχαν προετοιμάσει σχετικά. Νιώθουμε ξαφνικά μια φούντωση, το τζιπ δεν μας χωράει πια, ενώ το φως του φακού έχει κάνει στάση διαρκείας στο πορτοφόλι. Το αστυνομικό όργανο ξέρει πολύ καλά πώς αισθανόμαστε και συνεχίζει το καψόνι για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα, κοιτάζοντάς μας με αυστηρό ύφος. Ok, give me 200!
Μετά από αυτό μπορούμε να ανασάνουμε και να συνεχίσουμε επιτέλους την πορεία μας. Καταϊδρωμένοι βέβαια από το άγχος. Στο τζιπ επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή, αλλά φαίνεται να κάνουμε και οι δυο την ίδια σκέψη. Η έννοια «διεφθαρμένος» είναι κι αυτή ζήτημα ορισμού και εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το ύψος του ποσού! Παρεμπιπτόντως σήμερα έχουμε 31 Μαρτίου: Human Rights Day! Ούτε παραγγελία να ήταν! Το έτος 1960, μια μέρα σαν κι αυτή, στο township Sharpeville έλαβε χώρα ένα μακελειό κατά το οποίο σκοτώθηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις 69 μαύροι διαδηλωτές. Το μακελειό αυτό αποτελεί ορόσημο και αλλαγή πορείας στην ιστορία της Νότιας Αφρικής. Και την ημέρα αυτή της εθνικής επετείου για τα ανθρώπινα δικαιώματα πληρώνουμε εμείς φακελάκι σε αστυνομικούς για να μην αναγκαστούμε να περάσουμε τη νύχτα στη φυλακή! Τι να πει κανείς!
Όταν διηγούμαστε αυτή την τελευταία ιστορία στους Νοτιοαφρικανούς φίλους μας, ένας απ’ αυτούς δεν καταφέρνει να συγκρατήσει τα γέλια του και λέει: Τελικά θέλει μεγάλη προσοχή στην επιλογή της εθνικής γιορτής, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Η συγκεκριμένη διατύπωση προκαλεί δικαιολογημένα τη γενική απορία. Έτσι αναγκάζεται να εξηγήσει στην ομήγυρη ότι και η αφεντιά του είχε επανειλημμένα την τιμή να υποστεί τους ελέγχους της αστυνομίας, αλλά σχεδόν κάθε φορά καταφέρνει να τη σκαπουλάρει χωρίς συνέπειες και αυτό το χρωστάει αποκλειστικά και μόνο στην ημερομηνία γέννησής του. Διότι γεννήθηκε ακριβώς την ημέρα του Youth Day, την ημέρα του Soweto uprising, δηλαδή της μαθητικής εξέγερσης. Οι αστυνομικοί μένουν φανερά εντυπωσιασμένοι κάθε φορά που παρατηρούν στο δίπλωμα οδήγησης την ημερομηνία 16-6-1976 και είναι εντελώς άνευ σημασίας το γεγονός πως ο τόπος γέννησης βρίσκεται κάπου πολύ μακριά και συγκεκριμένα στην Ευρώπη. Ο φίλος μας όσο τα διηγείται αυτά παριστάνει έναν αστυνομικό που κρατάει στα χέρια του το δίπλωμα οδήγησης, ανακαλύπτει με έκπληξη τη γνωστή ημερομηνία, γουρλώνει τα μάτια, χαμογελάει με σεβασμό και με βαθιά φωνή προβαίνει στη διαπίστωση: “Oooooh! You are born on Youth Day!”. Μετά τον αφήνουν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, να συνεχίσει την πορεία του λες και είναι ο Hector Pieterson αυτοπροσώπως. Όλοι στην παρέα ξεσπούν σε τρανταχτά γέλια, μόνο εγώ –κλασικά– έχω χάσει για άλλη μια φορά το επίμαχο σημείο. Βλέποντας ο φίλος μας το απορημένο ύφος μου μου εξηγεί ότι την ημέρα εκείνη, στη διάρκεια ενός ειρηνικού συλλαλητηρίου, ο συγκεκριμένος μαθητής έπεσε νεκρός από τα πυρά λευκών αστυνομικών της ρατσιστικής κυβέρνησης. Και έμελλε να σκοτωθούν σχεδόν 700 ακόμη.
Ευτυχώς οι σκοτεινές αυτές εποχές εδώ και δυο δεκαετίες είναι πια παρελθόν. Και αλλάζοντας το θέμα της συζήτησης συμπληρώνει με μια δόση υπερηφάνειας: Εγώ, ένας Έλληνας εκ γενετής, έχω γενέθλια την ημέρα της εθνικής γιορτής της Νότιας Αφρικής, ενώ η Νοτιοαφρικανή γυναίκα μου είναι γεννημένη στις 28 Οκτωβρίου, ημέρα εθνικής γιορτής των Ελλήνων. Μη μου πείτε ότι αυτό δεν είναι σημάδι ότι ταιριάζουμε! Πράγματι είναι εκπληκτικό τι συμπτώσεις υπάρχουν στον κόσμο.
Μετάφραση από τα γερμανικά: Κατερίνα Τσαουσίδου
Φιλολογική επιμέλεια: Βασίλης Πάγκαλος
Copyright 2018 Christina Antoniadou / All rights reserved
Ιδιάτερα διασκεδαστικοί διάλογοι με τα τοπικά όργανα της τάξεως!!! Ειλικρινά, μου εφτιαξες την ημέρα!! Δυστυχώς αυτή η νοοτροπία των δημοσίων υπαλλήλων να προσβλέπουν στο προσωπικό ώφελος κατα την ασκηση των καθηκόντων των είναι μια παγκόσμια τακτική που διαιωνίζεται!! Ηταν όμως μια ακόμη βιωματική εμπειρία που την μοιραστήκατε με όλους μας!!!????⛔️⚠️?
Εδώ είχατε όμως τον κανόνα που επιβεβαίωσε τις εξαιρέσεις!!
Φαίνεται ότι αυτή η χώρα είναι εντελώς ιδιαίτερη!
Γελασα πολύ με τον αστυνομικό που προσβλήθηκε όταν του προτείνατε 100R! Ε όχι κυρά μου, τι μας πέρασες, φτηνιάρηδες άντρες είμαστε; Και όρισε και μόνος του το ποσό για να σας διευκολύνει, τρομάρα του! Και το σκηνικό στην πόρτα του σπιτιού σας τέλειο! I love Africa!
Ιστορίες για αγρίους!! Τυχεροί είστε που επιβιώσατε εκεί χωρίς μεγάλες απώλειες.
Πραγματικα Χριστίνα, τι αλλο σας είχε βρει εκει κατω? Μα, να μην εχεις να φυλαχτεις απο πουθενά??!! Θα έλεγα οτι αυτη η ιστορία θα μπορούσε να ειναι κ σκηνή απο ταινία, άνετα! Μα τι suspense! All’s well that ends well!!! ?