10. Ου μπλέξεις με μαστόρια! - Home Is Everywhere

Χριστίνα Αντωνιάδου

 

Ο τεχνίτης στη Νότια Αφρική ποτέ δεν μπορεί να έρθει την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Συνήθως εμφανίζεται τη μεθεπόμενη ή και ακόμη αργότερα. Είναι, όπως φαίνεται, χαρακτηριστικό γνώρισμα του σιναφιού. Μήπως δεν είχα τις ίδιες εμπειρίες με τεχνίτες και σε πολλές άλλες χώρες; Ειδικά σε μερικές περιπτώσεις, όπως ας πούμε μετά από κάποιον κατακλυσμό απ’ αυτούς που κάνει συχνά στο Johannesburg, θα πρέπει να λέμε και ευχαριστώ που έρχονται. Όποτε κι αν είναι αυτό…

Ας ξεκινήσουμε από τον ηλεκτρολόγο, έναν λευκό, ο οποίος εδέησε επιτέλους να εμφανιστεί μαζί με τους τρεις νεαρούς βοηθούς του, όλοι μαύροι Αφρικανοί, τέσσερις ολόκληρες ημέρες μετά το τηλεφώνημά μου. Ήταν αδύνατον να έρθει νωρίτερα, δικαιολογείται. Κάνω υπομονή, δεν μου μένει και τίποτα άλλο να κάνω δηλαδή. Ο ηλεκτρολόγος κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του, βγάζει ένα ντοσιέ μεγέθους Α4 και ένα στυλό και θέλει να μάθει τι πρόβλημα έχω, με έναν τρόπο και ένα ύφος που μάλλον θα ταίριαζαν περισσότερο σε γιατρό ή ψυχολόγο. Τι θαυμάσια αρχή για τη συνομιλία μας, σκέφτομαι και απορώ μόνο πώς και δεν φοράει τη λευκή ιατρική ποδιά. Αρχίζω να του απαριθμώ τις συνέπειες που έχει αφήσει πίσω της η κακοκαιρία. Αυτός σημειώνει. Με κοιτάζει πάνω από τα γυαλιά του, when do you want me to come and fix it? 

Μα τώρα, φυσικά, μου βγαίνει αυθόρμητα η απάντηση και δεν το χωράει ο νους μου ότι ενδεχομένως θα χρειαστεί να περιμένω άλλες τέσσερις ημέρες έως ότου επισκευαστούν οι βλάβες. Αρκετά έκπληκτος που ζητώ με τον επίμονο αυτό τρόπο την άμεση επίλυση των προβλημάτων, σουφρώνει το μέτωπο και δικαιολογεί το δισταγμό του λέγοντας ότι δεν ξέρει αν έχει στο αυτοκίνητο τα απαιτούμενα υλικά. Το παγωμένο βλέμμα μου, που τον διαπερνά χωρίς άλλα λεκτικά σχόλια, τον αναγκάζει, του αρέσει δεν του αρέσει, να κάνει άνω κάτω το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του μέχρι να βρει αυτά που χρειάζεται, και έτσι η βλάβη, κατ’ εξαίρεση αυτή τη φορά, αποκαθίσταται immediately. Την επισκευή αναλαμβάνει ένας από τους τεχνίτες, ενώ οι υπόλοιποι της ομάδας τον παρατηρούν, άλλοι χαλαρά κι άλλοι αδιάφορα, και κουβεντιάζουν στη γλώσσα τους πολύ πιθανόν για τη λευκή γυναίκα αυτού του σπιτιού και για τα στραπατσαρισμένα νεύρα της.

Παρεμπιπτόντως, το συνηθίζουν αυτό παντού οι μαύροι εργαζόμενοι στη Νότια Αφρική, να εμπλέκονται δηλαδή σε ζωηρές συζητήσεις –που γίνονται στη γλώσσα τους– και να γελάνε με την ψυχή τους, και αυτό κατά τη διάρκεια της εργασίας τους, είτε είναι ταμίες σε σουπερμάρκετ, είτε πωλήτριες, κομμώτριες, μανικιουρίστες, υπάλληλοι στο αεροδρόμιο ή, όπως στην περίπτωσή μας, ηλεκτρολόγοι. Το ωραίο είναι ότι ξαναπιάνουν τη συζήτηση από το σημείο που την είχαν αφήσει, άσχετα από το πόσο συχνά τους διακόπτει κάποιος πελάτης, ο οποίος στο κάτω κάτω πληρώνει για να εργάζονται και όχι για να κουβεντιάζουν.

Ως Ευρωπαίος που δεν έχει ιδέα για όλα αυτά ούτε μιλάει τη γλώσσα τους, δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις γύρω από τι περιστρέφονται οι συζητήσεις τους, ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που σου δημιουργείται η εντύπωση ότι μπορεί να είσαι κι εσύ η αφορμή για την τόσο μεγάλη ευθυμία που παρατηρείς! Μέχρι τώρα μόνο μια φορά μπόρεσα να μαντέψω κάπως το θέμα μιας συζήτησης. Ήταν τότε που δύο τεχνικοί τηλεόρασης ήρθαν στο σπίτι για να συνδέσουν τον αποκωδικοποιητή με την περίπλοκη τηλεοπτική συσκευή. Δυστυχώς έχει περάσει οριστικά η εποχή που στην τηλεόραση μεσουρανούσαν μόνο δύο τηλεοπτικοί σταθμοί, τώρα έχεις στη διάθεσή σου εκατοντάδες κανάλια από όλο τον κόσμο, κάνεις ζάπινγκ βαριεστημένα από κανάλι σε κανάλι και πέφτεις από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, γιατί δεν βρίσκεις σχεδόν ποτέ κάτι της προκοπής. Για να μη μιλήσουμε και για τα τηλεχειριστήρια που βρίσκονται παραταγμένα σε μια μακριά σειρά επάνω στο τραπέζι του καθιστικού και περιμένουν πώς και πώς να τα πάρεις στο χέρι. Έχω ακούσει πολλές γυναίκες να παραπονιούνται ότι δεν μπορούν να ανοίξουν την τηλεόραση όταν ο άνδρας τους έχει βγει έξω με τους φίλους του ή λείπει σε υπηρεσιακό ταξίδι. Από άγνοια αρχίζουν να πατάν το ένα μετά το άλλο διάφορα κουμπιά μέχρι να καταφέρουν κάτι. Τις περισσότερες φορές, δυστυχώς, η προσπάθεια δεν έχει αίσιο αποτέλεσμα, αντιθέτως καταλήγει σε πολύ μεγάλο μπέρδεμα, ο σύζυγος αδυνατεί να το ξεμπερδέψει μόνος του, οπότε πρέπει πάλι να κληθεί ο τεχνικός τηλεόρασης – και να πληρωθεί κι από πάνω για να πηγαινοέρχεται με τα βρομοπάπουτσά του επάνω στο χαλί!

Ακριβώς αυτό κάνουν τώρα και οι δύο τεχνικοί μετά τον κατακλυσμό, οι οποίοι κατά τ’ άλλα είναι συνηθισμένοι να έρχονται επειδή τέσσερις ημέρες πριν είχα τη φαεινή ιδέα να πατήσω μερικά κουμπιά παραπάνω. Όπως όλοι οι προηγούμενοι έτσι κι αυτοί πατάνε χωρίς κανέναν ενδοιασμό πάνω στο περιβόητο χαλί, στυλώνουν το βλέμμα με περιπαικτική διάθεση στον πίνακα που κρέμεται στον τοίχο πάνω από την τηλεόραση και όλο και λένε κάτι κουνώντας γελαστά το κεφάλι τους. Είναι φανερό ότι αναφέρονται στις τρεις μαύρες γυναίκες που απεικονίζονται καθισμένες σε ένα παγκάκι με την πλάτη προς τον θεατή και τα οπίσθιά τους να προεξέχουν προκλητικά. Δεν χωράει αμφιβολία, ο χώρος στο παγκάκι για οπίσθια τέτοιου μεγέθους είναι ανεπαρκής! Δεν τολμώ βέβαια να ρωτήσω τους τεχνικούς αν αυτό είναι το θέμα για το οποίο κουβεντιάζουν ή αν οι συγκεκριμένοι πισινοί ήταν απλά αφορμή για άλλες βαθυστόχαστες αναλύσεις. Επίσης δεν τολμώ να τους ζητήσω να πάρουν επιτέλους τις ποδάρες τους από το χαλί. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω το γεγονός ότι το ίδιο βράδυ κιόλας μπορούμε να δούμε τηλεόραση.

Η τηλεφωνική σύνδεση από την ημέρα του τελευταίου κατακλυσμού δεν λειτουργεί, έτσι ζητώ από την Telkom να μου στείλει έναν τεχνικό. Πράγματι, δύο ημέρες μετά έρχεται κάποιος που μου συστήνεται ως Peacemaker. Φυσικά δεν είναι αυτό το αγγλικό του όνομα, αλλά η μετάφραση από τη γλώσσα Bantu. Το πραγματικό του όνομα είναι γραμμένο επάνω στη μεταλλική πλακέτα που είναι καρφιτσωμένη στο στήθος του και για τα αμύητα μάτια μου αποτελείται από ένα ατελείωτο κουβάρι συμφώνων. Φύσει αδύνατον να το προφέρουν ινδοευρωπαϊκά γλωσσικά όργανα. Ο κύριος αυτός, λοιπόν, σουλατσάρει όλη μέρα πάνω κάτω στο γραφείο μου, κάνει τηλεφωνήματα στα κεντρικά ή χαριεντίζεται με τη συνάδελφό του στην άλλη άκρη της γραμμής, προσπαθώντας να κλείσει ένα ραντεβού μαζί της, τη γραμμή όμως δεν καταφέρνει να την επιδιορθώσει.

Την επόμενη ημέρα έρχεται νωρίς νωρίς, αυτή τη φορά με ενισχύσεις. Ο συνάδελφός του ακολουθεί άλλη μέθοδο προκειμένου να αποκατασταθεί η βλάβη – τουλάχιστον αυτός κάνει τη διαπίστωση ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο εξωτερικό καλώδιο, στο καλώδιο δηλαδή που συνδέει το κτίριο με την κεντρική γραμμή του δρόμου. Αυτό το καλώδιο όμως περνάει κάτω από την πισίνα. Άρα, λογικά, πρέπει να σκαφτεί η πισίνα για να επισκευαστεί η ζημιά από κάτω, συνοψίζει ο Peacemaker με ύφος επαγγελματικό. Η εικόνα σωρών ανασκαμμένου χώματος και μιας ντουζίνας εργατών που όλοι μαζί με τα κομπρεσέρ στα χέρια ανοίγουν τρύπες στην πισίνα μόνο τη διάθεση δεν μου φτιάχνει. Είναι δυνατόν να μην υπάρχει άλλη λύση; Όχι, δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι άλλο. 

Στην απόγνωσή μου παίρνω τηλέφωνο τον καλό μου και του εξηγώ πώς έχει η κατάσταση. Και να που οι επαγγελματικές του διασυνδέσεις κάνουν το θαύμα τους, γιατί δεν αργεί να έρθει ένα τηλεφώνημα από μια κυρία που ζητάει ευγενικά τον Peacemaker. Του δίνω απλά το ακουστικό κι αυτός, που δυο μέρες τώρα περιφερόταν ανόρεχτα μέσα στο σπίτι σέρνοντας αποκαμωμένος τα πόδια του από τη μια πρίζα στην άλλη λες και του είχαν δέσει τα κορδόνια των δυο παπουτσιών μεταξύ τους και σε όλες τις ερωτήσεις μου ψέλλιζε κάτι μέσα από τα δόντια του που ήταν αδύνατο να καταλάβω, ξαφνικά γουρλώνει τα μάτια και παίρνει στάση προσοχής. Τον ακούω να λέει δυνατά και καθαρά: Yes, Madame! Of course, Madame! It will be done, Madame! Donworry, Madame!

Με το που κλείνει η γραμμή με κοιτάζει αποσβολωμένος και ψιθυρίζει αχνά: You must be a very important person. Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάει, αλλά η στραπατσαρισμένη εδώ και ώρα υπομονή μου έχει φτάσει στα όριά της, έτσι του απαντάω με αρκετά απότομο ύφος: Yesam!!!, μη γνωρίζοντας φυσικά ούτε κατά διάνοια σε ποιον χρωστάω αυτή την τιμή. Ευθύς αμέσως μπαίνει καινούργιο καλώδιο χωρίς να μετατραπεί η πισίνα σε εργοτάξιο και, ως διά μαγείας, η σύνδεση επαναλειτουργεί απρόσκοπτα και μάλιστα καλύτερα από πριν το thunderstorm. Και επιπλέον χωρίς τον Peacemaker να ερωτοτροπεί με την κοπελιά στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Καθώς με αποχαιρετά ο «ειρηνοποιός» λέει στα σοβαρά ότι θα του λείψει το σπίτι μας, όπως κι αν έχει, πέρασε δυο ολόκληρες ημέρες μέσα σ’ αυτό. Απορώ από πού αντλεί το θράσος για να λέει κάτι τέτοιο. Το βράδυ δεν αντέχω στον πειρασμό να ρωτήσω τον άνδρα μου ποια τέλος πάντων ήταν η κυρία στο τηλέφωνο που έβαλε τα δυο πόδια του Peacemaker σε ένα παπούτσι. Μαθαίνω πως δεν ήταν άλλη από την ίδια τη διευθύνουσα σύμβουλο της Telkom!

Τα αστραπόβροντα όμως έχουν καταφέρει επίσης να θέσουν εκτός μάχης ρούτερ και σύνδεση με το διαδίκτυο. Όπως για όλες τις άλλες βλάβες, έτσι και για αυτή πρέπει να μπει στον κόπο να έρθει ένας τεχνικός. Τηλεφωνώ λοιπόν στην εταιρεία να μου στείλουν κάποιον. Εντός 24 ωρών θα με πάρει ένας τεχνικός για να κλείσει ραντεβού, μου λέει η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Έπειτα από 48 ώρες τηλεφωνώ ξανά και επαναλαμβάνω το αίτημά μου. Παίρνω την ίδια απάντηση, μέσα σε 24 ώρες θα με πάρει ένας τεχνικός για να κλείσει ραντεβού. Ύστερα από άλλες 36 ώρες μάταιης αναμονής –ας υπολογίσει κάποιος πόσες μέρες είμαστε χωρίς διαδίκτυο– ο σύζυγός μου βγάζει έναν άσο από το μανίκι με τη μορφή ενός τηλεφωνικού αριθμού. Η γραμματέας του προτείνει για αυτή τη δουλειά τον αδελφό της τον Johan, το επάγγελμα του οποίου είναι τεχνικός υπολογιστών.

Η χαρά μου είναι απερίγραπτη και, όντας βέβαιη ότι ο συγγενής μιας γνωστής θα είναι περισσότερο συνεπής από οποιαδήποτε τηλεφωνική υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών, τον παίρνω αμέσως στο τηλέφωνο. Ο Johan με διαβεβαιώνει πως το απόγευμα θα μου τηλεφωνήσει για να κανονίσουμε να περάσει από το σπίτι και να δει τι πρέπει να γίνει. Πράγματι, μερικές ώρες αργότερα δέχομαι ένα τηλεφώνημα αλλά φαίνεται ότι κατάλαβα λάθος αυτά που μου είπε ο νεαρός άνδρας το πρωί στο τηλέφωνο, γιατί το νωρίτερο που μπορεί να έρθει είναι την άλλη ημέρα στις 9. Τι είναι μία μέρα σε σύγκριση με τις άλλες πέντε που περιμένω ήδη; Εντάξει, το 9 γίνεται 10, με τις συνήθεις δικαιολογίες, traffichorrible, so busy κλπ. κλπ., αλλά μικρό το κακό.

Ρωτάω τον Johan αν την προηγούμενη ημέρα έλαβε το μήνυμα στο οποίο του περιγράφω τα χαρακτηριστικά του καινούργιου ρούτερ, όπως είχαμε συμφωνήσει στο τηλέφωνο. Απαντάει αρνητικά. Όταν του δείχνω το μήνυμα, το οποίο ξεκινά ευγενικά και σύμφωνα με όλους τους τύπους της γραπτής επικοινωνίας με ένα „Dear Johan“, γνέφει καταφατικά και μου επιβεβαιώνει ότι πράγματι έλαβε αυτό το SMS, αλλά δεν απάντησε. Απορώ φυσικά, αλλά δεν θέλω να επιμείνω άλλο, είμαι χαρούμενη και μόνο που έχει έρθει και αποφασίζω να μη δώσω περαιτέρω σημασία στο γεγονός πως οι καθιερωμένοι κανόνες ευγενείας δεν φαίνεται να είναι το δυνατό του σημείο. Κι αυτό σε μια χώρα όπου η ευγένεια ξεχειλίζει από παντού. Αποτελεί προφανώς την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα…

Ο Johan χρειάζεται πρώτα πρώτα username και password της σύνδεσης –σημειωτέον, όχι του παλιού αλλά του καινούργιου ρούτερ–, και τα δύο όμως μου είναι δυστυχώς άγνωστα, οπότε του σφυρίζω τη σωτήρια λύση: am going to call your sister. Caitlin knows the passwordΔεν έχει αδελφή, μου απαντάει. Χμ! Μάλλον ο αδελφός της έχει στείλει αντικαταστάτη του, συμπεραίνω από μόνη μου, χωρίς να ζητήσω να μου το επιβεβαιώσει. Τουλάχιστον θα σταματήσω επιτέλους τον κακομοίρη να τον αποκαλώ Johan, και αναρωτιέμαι γιατί στο καλό δεν αντιδράει που τον φωνάζω με αυτό το όνομα αφού λέγεται αλλιώς. Άντε βγάλε άκρη!

Μετά από αρκετή ώρα ο νεαρός τα επαναφέρνει όλα στην προηγούμενη κατάσταση, στην κατάσταση δηλαδή beforethunderstorm, μου συμπληρώνει τη σχετική απόδειξη, τον πληρώνω και τον συνοδεύω μέχρι την πόρτα για να του ανοίξω με το τηλεχειριστήριο την αυλόπορτα. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό μου και στην οθόνη εμφανίζεται το όνομα Caitlin. Απασχολημένη με το gate, το τηλεχειριστήριο και με τις συνήθεις στη χώρα προφυλάξεις ασφαλείας, περιμένω να περάσουν τα αναγκαία 20 δευτερόλεπτα μέχρι να κλείσει η αυλόπορτα, για να μην προλάβει να τρυπώσει κανείς μέσα. Μετά τηλεφωνώ στην Caitlin

Μια έξαλλη φωνή στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης τσιρίζει μέσα στο αυτί μου: Are you ok? Are you ok? Speak to me! Why did you not answer the phone? Is he still there? Σαστισμένη απομακρύνω ενστικτωδώς το ακουστικό από το αυτί μου, γιατί το τύμπανό μου δεν αντέχει τόσα ντεσιμπέλ. Καταφέρνω με το ζόρι να ψελλίσω ένα βεβιασμένο yes και ρωτάω πρώτα τον εαυτό μου και δευτερόλεπτα μετά την Caitlin τι επιτέλους συμβαίνει. Τόσο αναστατωμένη δεν την έχω ακούσει ποτέ, μιλάει ασυνάρτητα, χωρίς κανέναν ειρμό και αναλύεται σε λυγμούς, αλλά κατόπιν, αφού το πράγμα ησυχάζει κάπως, καταφέρνω να ανασυνθέσω τα κομμάτια του παζλ και να ερμηνεύσω τον λόγο αυτής της αναστάτωσης.

Όταν προηγουμένως της είχα τηλεφωνήσει, για να μάθω το username και το password, ανέφερα με την ευκαιρία ότι ο αδελφός της ο Johan έστειλε τελικά έναν συνάδελφό του στη θέση του. Ακούγοντάς το αυτό η Caitlin παίρνει στο τηλέφωνο τον Johan, ο οποίος τη διαβεβαιώνει ότι έλαβε μεν ένα τηλεφώνημα από εμένα, αλλά ότι δεν κατάφερε να μου απαντήσει ποτέ γιατί ήταν απίστευτα busy. Έχει στείλει κάποιον συνάδελφο σε μένα; τον ρωτάει η αδελφή του. Όχι, περί αυτού δεν γνωρίζει τίποτα! Μέσα σε δευτερόλεπτα η Caitlin αντιλαμβάνεται ότι κάτι τρέχει και, ως Νοτιοαφρικανή που η πρώτη της σκέψη πάει σε φόνους και σκοτωμούς, πλάθει στο μυαλό της ολόκληρο σενάριο: ότι η τηλεφωνική μου σύνδεση έπεσε θύμα υποκλοπής από κάποιον, ο οποίος την κατάλληλη στιγμή παρουσιάστηκε ως Johan και κατάφερε να διεισδύσει στο σπίτι μας με σκοπό να με ξεκάνει και να πάρει μαζί του ό,τι πολύτιμο υπάρχει στο σπίτι ενώ ο καλός μου απουσιάζει στη δουλειά. Άρα, κατά την άποψή της, διατρέχω θανάσιμο κίνδυνο και προσπαθεί σε κατάσταση πανικού να με βρει στο τηλέφωνο και να με προειδοποιήσει για τον ληστή πριν να είναι πολύ αργά. Αλλά επειδή δεν σηκώνω το τηλέφωνο συμπεραίνει ότι είναι ήδη μάλλον πολύ αργά και ότι η φτωχή μου ύπαρξη βλέπει πια τα ραδίκια ανάποδα. Εξουθενωμένη από όλο αυτό το μπέρδεμα παίρνω σαν υπνωτισμένη την απόδειξη στα χέρια μου. Επάνω επάνω είναι γραμμένο το όνομα του νεαρού τεχνικού: Hennie! Και τώρα βλέπω και το όνομα της εταιρείας που τον έχει στείλει. Δεν είναι άλλη από αυτήν που περιμένω να μου τηλεφωνήσει εδώ και πέντε ημέρες! Το χθεσινό τηλεφώνημα του Hennie είχε έρθει από άλλον αριθμό και όχι από του Johan, όπως διαπιστώνω τώρα πια. Και ο λόγος που δεν απάντησε στο μήνυμά μου ήταν επειδή το „Dear Johan“ θεώρησε ότι δεν απευθύνεται σε αυτόν. Η εικόνα ξεκαθάρισε πλήρως!

Μία απ’ αυτές τις ένδοξες ημέρες που ακολούθησαν τον κατακλυσμό έρχεται και ο Albert ο υδραυλικός, ένας από τους πιο συνεπείς τεχνίτες που έχω γνωρίσει ποτέ. Έχει φέρει μαζί του ούτε έναν, ούτε δύο, ούτε τρεις, αλλά τέσσερις υπαλλήλους, που όλοι τους έχουν τα μαλλιά ράστα. Με σβελτάδα γλιστράνε πάνω και κάτω από τη στέγη ψάχνοντας να βρουν το σημείο της βλάβης και είναι απασχολημένοι μ’ αυτή τη δουλειά όλο το πρωινό.

Όταν κάποια στιγμή τελειώνουν με τα μαστορέματα της στέγης, παρακαλώ τον Albert να μου κάνει τη χάρη να ρίξει μια ματιά στους βραχίονες του ντους στις τέσσερις ντουζιέρες. Είναι μεν όλοι στερεωμένοι στον τοίχο, αλλά κάθε φορά που το σώμα του λουόμενου δέχεται τον καταιονισμό τους αρχίζουν και χορεύουν στον ρυθμό του εκτοξευόμενου νερού. Όποιος τώρα υποθέσει ότι ο Albert θα μοίραζε τους τέσσερις υπαλλήλους του στις τέσσερις καμπίνες ώστε η εργασία να γίνει πιο γρήγορα και πιο ορθολογικά, έχει βγάλει λάθος συμπέρασμα. Η διαδικασία είναι η εξής: Και οι πέντε μαζί πηγαίνουν στο μπάνιο, πλησιάζουν ο ένας τον άλλο ενώνοντας τα dreadlocks τους και εξετάζουν από κοινού τον βραχίονα. Αναποδογυρίζουν μετά έναν κουβά στο δάπεδο, ακριβώς κάτω από την κεφαλή του ντους, βοηθούν τον Albert να ανεβεί επάνω, κι ο ένας τον κρατάει γερά για να μην πέσει. Ο δεύτερος του δίνει το κατσαβίδι. Ο τρίτος κρατάει στο χέρι ένα άλλο εργαλείο και το δίνει στον δεύτερο. Το εργαλείο αυτό το παραδίδει ο δεύτερος στον Albert, ο οποίος τελικά είναι αυτός που θα επισκευάσει τον βραχίονα του ντους έτσι ώστε να πάψει να κουνιέται σαν ζελέ όταν το ανοίγεις. Ο υπάλληλος νούμερο τέσσερα όλο αυτό το διάστημα παρακολουθεί τις εργασίες με άγρυπνο βλέμμα. Και εγώ γίνομαι όχι μία, όχι δύο, όχι τρεις, αλλά τέσσερις φορές μάρτυρας όλης αυτής της αργής διαδικασίας και της απίστευτα σοβαρής έκφρασης που έχουν πάρει τα πρόσωπα και των πέντε, καθώς συζητούν αναλυτικά για την περίπτωση του κάθε βραχίονα ξεχωριστά. Και πάλι δεν τολμώ να πω ή να προτείνω κάτι, αναρωτιέμαι ωστόσο αν υπάρχει κάποιο ανέκδοτο που αρχίζει με την ερώτηση «Γιατί βρίσκονται πέντε Πόντιοι μαζί στην ντουζιέρα;».

 

Μετάφραση από τα γερμανικά: Κατερίνα Τσαουσίδου

Φιλολογική επιμέλεια: Βασίλης Πάγκαλος

Copyright 2018 Christina Antoniadou / All rights reserved

error: Content is protected !!

By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close