Χριστίνα Αντωνιάδου
Στο Johannesburg είναι φανερό ότι τα ψώνια γίνονται χωρίς άγχος. Αλλιώς δεν εξηγείται το γεγονός ότι οι καταναλωτές δεν πολυβιάζονται. Ορισμένοι μάλιστα φτάνουν σε σημείο να κόβουν βόλτες στο mall σέρνοντας κυριολεκτικά τα πόδια τους, λες και κάποιος τους έχει δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών μεταξύ τους. Μια απλή ματιά στις κυλιόμενες σκάλες αρκεί για να διαπιστώσει κανείς τη διαφορά με το Λονδίνο, όπου ζούσαμε μέχρι πρόσφατα. Εκεί για παράδειγμα δεν μπορείς να προχωράς ή να στέκεσαι στην κυλιόμενη σκάλα όπως σου αρέσει. Γι’ αυτό υπάρχουν παντού πινακίδες που σου υποδεικνύουν πώς να κινείσαι. Stand right, go left, φωνάζει η πινακίδα και η φράση ηχεί σαν βρισιά. Η επιλογή βέβαια του ρήματος go είναι μάλλον άστοχη, διότι αν κρίνω από την εμπειρία μου έπρεπε να γράψουν run left, αφού οι άνθρωποι στο Λονδίνο είναι πάντα βιαστικοί. Αντιθέτως στο Joburg είναι συνηθισμένο φαινόμενο να στέκεται κάποιος στη μέση της κυλιόμενης σκάλας, αφού δεν θα περνούσε από το μυαλό κανενός να τον σκουντήσει στην προσπάθειά του να τον προσπεράσει με ένα ευγενικό μεν αλλά αποφασιστικό sorry.
Στο Johannesburg υπάρχουν malls και μάλιστα τόσα πολλά, που τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά εμπορικά κέντρα δεν μπορούν να αντέξουν τη σύγκριση μαζί τους. Στην αρχή μου προξενεί αρνητική εντύπωση η απουσία ενός εμπορικού πεζόδρομου μέσα στην πόλη, που είναι τόσο συνηθισμένη εικόνα στην Ευρώπη, αλλά με το πέρασμα του χρόνου αναγνωρίζω ότι η κάλυψη όλου του εμπορικού κέντρου με στέγη έχει και τα πλεονεκτήματά της. Το κυριότερο είναι ότι μπορείς να επιδοθείς στις καταναλωτικές σου δραστηριότητες ανεξάρτητα από τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Τα καπρίτσια του καιρού δεν σε αφορούν πια. Ποτέ ξανά δεν θα γίνεις μούσκεμα ως το κόκκαλο. Ποτέ ξανά δεν θα κρυολογήσεις ούτε και θα καταστραφεί το μαλλί που μόλις ίσιωσες με τόσο κόπο. Άσε που τα παπούτσια σου δεν χαλάνε πια τόσο γρήγορα, αφού προσπαθώντας να πηδήξεις πάνω από μια λακκούβα συνήθως προσγειωνόσουν σε μια άλλη μεγαλύτερη και καταριόσουν τόσο τον εαυτό σου όσο και τους θεούς της βροχής. Για να μην πολυλογούμε, στο Johannesburg έχει ληφθεί κατάλληλη μέριμνα ώστε σχεδόν τίποτα να μην επηρεάζει αρνητικά την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Πραγματική ευλογία για τον καταναλωτισμό!
Πολύ κοντά στη γειτονιά μου βρίσκεται το Rosebank Mall, το οποίο ανακαινίζεται τουλάχιστον όσον καιρό ζω εδώ, πιθανόν και από πολύ νωρίτερα. Οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων πρέπει να βρίσκονται πλέον πολύ κοντά στην ιδέα της αυτοχειρίας, μιας και σπάνια ένας πελάτης θα πάρει το ρίσκο να μπει μέσα. Αν παρ’ όλα αυτά το αποτολμήσει, θα εισπνεύσει θέλοντας και μη τόνους σκόνης ή θα διακινδυνεύσει μια ρήξη τυμπάνου από τον εκκωφαντικό θόρυβο των κομπρεσέρ, που με πραγματική μανία γκρεμίζουν τοίχους και ξηλώνουν δάπεδα. Έτσι οι καταναλωτές προτιμούν άλλα malls – υπάρχει ικανός αριθμός απ’ αυτά στο Joburg, όπως λόγου χάρη το Sandton City, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς πολλών είναι το μεγαλύτερο mall στο νότιο ημισφαίριο. Παραδόξως βέβαια η ίδια φήμη κυκλοφορεί για το Chadstone Shopping Center στο Melbourne της Αυστραλίας, το Canal Walk στο Cape Town και το Gateway Theatre of Shopping στο Durban. Φήμες αυτού του είδους αλλάζουν βέβαια στο μέλλον…
Το Sandton City εκ πρώτης όψεως δείχνει αρκετά χαοτικό, αλλά πείτε μου, ποιο εμπορικό κέντρο δεν είναι; Την πρώτη φορά που βρίσκομαι εκεί, διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλοί ημιώροφοι, κυλιόμενες σκάλες και κάθετες συνδέσεις. Χάνομαι για τα καλά, διότι δεν καταφέρνω να βρω ούτε το σουπερμάρκετ ούτε τα παραταγμένα στη σειρά ΑΤΜ και μετά από πολλές άσκοπες διαδρομές καταλήγω σε ένα κάπως απροσδιόριστο τμήμα. Ένα κατάστημα εκεί μου προκαλεί μεγάλη απορία με το είδος των προϊόντων του και δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να μπω μέσα. Εμβρόντητη παρατηρώ εμπορεύματα που δεν έχω δει ποτέ μου σε ένα κατάστημα – ή και οπουδήποτε αλλού. Είναι κρεμασμένα στους τοίχους και μου φαίνεται ότι μου στέλνουν από εκεί προκλητικά χαμόγελα. Πρόκειται για όπλα κάθε μεγέθους και για κάθε γούστο! Και σαν να μην ήταν αρκετά αποκρουστικό το ίδιο το γεγονός της πώλησης όπλων σε mall, το βλέμμα μου καθηλώνεται σε μια επιγραφή: WEAPONS with NO LICENCE required! Το γεγονός ότι αυτά τα εργαλεία θανάτου μπορούν να αποκτηθούν έτσι απλά και χωρίς κανενός είδους άδεια οπλοκατοχής κάνει τη φαντασία μου να οργιάζει. Βλέπω με το νου μου έναν άνδρα ντυμένο από πάνω μέχρι κάτω στα μαύρα, με μακρύ δερμάτινο παλτό, βαριές μπότες και γυαλιά ηλίου να τριγυρίζει στο κατάστημα, να αξιολογεί το εμπόρευμα, να αργεί όμως να αποφασίσει επειδή έχει να σταθμίσει διάφορες παραμέτρους. Δεν δέχεται να του πακετάρουν το νέο του απόκτημα ούτε χρειάζεται σακούλα και βαδίζει μέσα στο mall με το αγορασμένο όπλο σαν να μην τρέχει τίποτα. Και επειδή έτσι του κάπνισε στέλνει και μερικούς στον άλλο κόσμο. Έτσι απλά. Ευτυχώς συνέρχομαι γρήγορα από τον εφιάλτη, αλλά νιώθω ακόμα χαμένη και εγκαταλείπω το κατάστημα σαν υπνωτισμένη προσπαθώντας να διασχίσω το λαβύρινθο και να βρεθώ στο αυτοκίνητό μου. Δεν τα καταφέρνω αμέσως και δεν απορώ καθόλου γι’ αυτό!
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο Rosebank Mall, η ανακαίνιση του οποίου τελειώνει επιτέλους κι εγώ όλο προσδοκίες πηγαίνω εκεί να κάνω τα ψώνια μου. Ένα μεγάλο μέρος του εμπορικού κέντρου έχει παραμείνει αναλλοίωτο και θυμίζει έντονα το αρχιτεκτονικό ύφος της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας. Ειδικά η ανοιχτή πλατεία, γύρω από την οποία είναι παραταγμένα τα άσχημα και άχαρα κτίρια που μοιάζουν με κουτιά από μπετόν, θα μπορούσε κάλλιστα να μετονομαστεί σε Alexanderplatz*. Προχωρώ λοιπόν γεμάτη περιέργεια στο νέο τμήμα, τη μορφή του οποίου δεν γνώριζα πριν την ανακαίνιση. Τα αμήχανα βλέμματα που πολλές ντόπιες γυναίκες ρίχνουν γύρω τους με προϊδεάζουν ότι αρκετά πράγματα εδώ έχουν αλλάξει τόσο πολύ, που δεν είναι πλέον αναγνωρίσιμα. Ακούω επανειλημμένα να λένε μεταξύ τους: This is hectic ή να ρωτούν η μία την άλλη αν τους αρέσει το αποτέλεσμα. Πάντως φαίνεται να συγκλίνουν στην άποψη πως το παλιό ήταν καλύτερο από το τωρινό. Chaotic and artificial, ακούω ξανά και ξανά να παραπονιούνται για τον τεχνητό φωτισμό. Τις ακούω κι απορώ, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς εννοούν, αφού σε όλα τα malls της πόλης το φυσικό φως της ημέρας διεισδύει ελάχιστα.
Η κατάσταση με τον τεχνητό φωτισμό ποσώς με απασχολεί, γιατί εν τω μεταξύ με έχει συνεπάρει η ανακάλυψη ότι σ’ αυτή τη χώρα το μέγεθός μου είναι 36. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που αγόρασα κάτι σε 36, αλλά σίγουρα έχει περάσει μια αιωνιότητα από τότε. Η χαρά μου είναι απερίγραπτη, έτσι αντί για το ένα παντελόνι που χρειάζομαι αγοράζω αμέσως κι άλλα δύο. Καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι θα ήθελα αν ήταν δυνατόν την ετικέτα με το μέγεθος του ρούχου να τη φέρω μπροστά, δίπλα στο φερμουάρ του παντελονιού, ώστε να μπορεί να τη βλέπει ο καθένας. Είμαι τόσο χαρούμενη, που αν κάποιος με σταματούσε και μου έκανε την ερώτηση how has your day been so far?, θα του απαντούσα στο τοπικό ιδίωμα: lekker**. Κατενθουσιασμένη που δεν ανήκω πια στην κατηγορία της γεματούτσικης αλλά της πραγματικά λεπτής, παραβλέπω επιδεικτικά το γεγονός πως οι μαύρες Νοτιοαφρικανές διαθέτουν απίθανα τροφαντούς γλουτούς, η θέα των οποίων κάνει άνδρες κάθε κοπής να ανεβάζουν παλμούς κατακόρυφα. Υποψιάζομαι δηλαδή ότι μάλλον εκεί οφείλονται οι διαφορετικοί αριθμοί στα μεγέθη των ρούχων. Παρ’ όλα αυτά εγώ βαδίζω όλο καμάρι προς το ασανσέρ κουνώντας πέρα δώθε τη σακούλα με το πολύτιμο περιεχόμενο σαν έφηβη.
Μια θυμωμένη πενηνταπεντάρα, που στήνεται δίπλα μου και περιμένει μαζί με μένα το ασανσέρ, δεν φαίνεται να συμμερίζεται ούτε στο ελάχιστο τη χαρά μου. Η όψη της μαρτυρά ότι θέλει να δώσει διέξοδο στο θυμό της και πραγματικά δεν αργεί να ξεσπάσει ρωτώντας με χωρίς ενδοιασμούς: Darling, do you like this new mall? Οφείλω να παραδεχτώ ότι η ερώτηση με βρίσκει κάπως απροετοίμαστη. H αλήθεια είναι πάντως ότι ο τρόπος που ρωτάει αφήνει πολύ λίγα περιθώρια για ένα ξεκάθαρο Yes. Έτσι αρκούμαι να κάνω μια κίνηση με τους ώμους και μου βγαίνει ένα διστακτικό It’s nice, που είναι ουδέτερο και δεν δίνει λαβή για αντιπαραθέσεις. Ταυτόχρονα ψάχνω στο μυαλό μου το κατάλληλο λεξιλόγιο για να της διηγηθώ την ιστορία με τα τρία καινούργια παντελόνια. Δεν φαίνεται όμως να δίνει την παραμικρή σημασία στην ευτυχισμένη έκφραση του προσώπου μου και συγκεντρώνει τα πυρά της στο γεγονός ότι το εμπορικό κέντρο είναι κλειστό από πάνω και δεν επιτρέπει να περάσει καθόλου φυσικό φως. Με ρωτάει λοιπόν ευθέως: Where are we? In freezing Canada? Why isn’t it all open air? Μάλιστα. Τι πρέπει τώρα να απαντήσω εγώ ως Ευρωπαία; Θα μπορούσα φυσικά να αποκριθώ ότι βγάζω το καπέλο στους Νοτιοαφρικανούς για την τόσο ευνοϊκή μετατόπιση στα μεγέθη των ρούχων και ότι, από τη στιγμή που το ανακάλυψα αυτό, το mall δεν μου θυμίζει καθόλου πια την πλατεία Alexanderplatz στο Βερολίνο. Ωστόσο μια έκτη αίσθηση με προειδοποιεί να τηρήσω σιγήν ιχθύος…
Σε κάθε περίπτωση η αναμονή του ασανσέρ φαίνεται να αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία για την παρατήρηση συνανθρώπων μας. Έτσι αφήνω το βλέμμα μου να περιπλανιέται εδώ κι εκεί και συγκεντρώνω πληροφορίες που θα μου φανούν χρήσιμες και για την ιστορία αυτή… Από τότε που βλέπω τις Αφρικανές με τα χρωματιστά τους ρούχα να κάνουν βόλτες μέσα στο mall, πιάνω επανειλημμένα τον εαυτό μου να φλερτάρει με χρωματικούς συνδυασμούς στις βιτρίνες που όλα τα προηγούμενα χρόνια θα προσπερνούσα ακατάδεχτα και σουφρώνοντας τη μύτη περιφρονητικά. Προβλέπω ότι η γκαρνταρόμπα μου, στην οποία κυριαρχούν βαρετά χρώματα, δηλαδή το μαύρο, το μπλε και το γκρι, πολύ σύντομα θα διανθίζεται με πινελιές σε πιο έντονους τόνους. Κάθε φορά μένω καταγοητευμένη από την πλούσια σε φαντασία εμφάνιση των μαύρων γυναικών αλλά και από το περιποιημένο παρουσιαστικό των μαύρων ανδρών. Όσο για το απολαυστικό θέαμα που προσφέρουν όταν χορεύουν σε κλαμπ και μπαρ, τα λόγια περιττεύουν… Έτσι και εμφανιστούν στην πίστα, ακόμα και οι καλύτεροι λευκοί χορευτές δεν έχουν παρά να μαζέψουν ντροπιασμένοι τις χορευτικές φιγούρες τους για τις οποίες έχουν εξασκηθεί σκληρά και να την κάνουν κυριολεκτικά με ελαφρά πηδηματάκια.
Ο Αφρικανός διακρίνεται για την αγάπη του στις εκλεπτυσμένες λεπτομέρειες και τα αξεσουάρ – προφανώς έχει συνειδητοποιήσει πως προσθέτοντας αυτό το κατιτί στην εμφάνισή του την αναβαθμίζει και την αναδεικνύει ακόμη περισσότερο. Είμαι σίγουρη ότι οι μαύροι αφιερώνουν κάθε πρωί πολύ περισσότερο χρόνο μπροστά στον καθρέφτη τους από τους λευκούς. Τα φανταστικά καπέλα με το φαρδύ γείσο, που φοράνε οι μαύρες γυναίκες και περπατούν μέσα στο mall περήφανα με το κεφάλι ψηλά και με βήμα νωχελικό πάνω στα ψηλοτάκουνά τους, προσδίδουν στο παρουσιαστικό τους μια αριστοκρατική νότα. Συχνά κρύβουν επιδέξια την πλούσια κόμη τους κάτω από ένα χρωματιστό τουρμπάνι, από το οποίο μόνο μια μπροστινή μπούκλα ξεμυτίζει γεμάτη σκέρτσο. Τα τεράστια κρεμαστά σκουλαρίκια, που συνήθως φτάνουν μέχρι τους ώμους, δείχνουν επάνω τους βαρύτιμα και πλαισιώνουν τέλεια το προσεγμένο μακιγιάζ τους. Το ίδιο ισχύει για τα χρωματιστά περιδέραιά τους όπως και για κάθε άλλο είδος κοσμήματος. Οι πιο φαντεζί χρωματικοί συνδυασμοί, τους οποίους μια λευκή ούτε που θα τολμούσε να δοκιμάσει, σ’ αυτές δείχνουν σαν την τελευταία λέξη της μόδας που έρχεται κατευθείαν από το Μιλάνο. Ακόμα κι όταν το στήθος είναι υπερβολικά πλούσιο, οι γλουτοί πληθωρικοί και η λεκάνη φαρδιά, το εφαρμοστό overall που τονίζει τη γεμάτη καμπύλες σιλουέτα ή το έξυπνα σχεδιασμένο μάξι φόρεμα δείχνουν επάνω τους ακαταμάχητα. Το ίδιο ρούχο φορεμένο από μια λευκή γυναίκα με παρόμοιες παχουλοκομψές αναλογίες δεν θα την κολάκευε καθόλου, τι λέω, θα φαινόταν χάλια επάνω της και θα αναρωτιόμασταν όλοι οι υπόλοιποι στα σοβαρά μήπως της εν λόγω κυρίας δεν της βρίσκεται στο σπίτι ένας μεγάλος καθρέφτης. Το πιθανότερο όμως είναι ότι δεν θα διέθετε την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση για να εμφανιστεί έτσι. Αυτό δεν θα το δεις ποτέ στις μαύρες Αφρικανές. Περνούν δίπλα σου εκπέμποντας μια πνοή τελειότητας, ακόμα κι αν προέρχονται από τα townships ή τις άθλιες παραγκουπόλεις. Για παράδειγμα, πολύ σπάνια έχω δει την Pamela, την καθαρίστριά μας από τη Zimbabwe, να φοράει δύο φορές τα ίδια ρούχα. Έρχεται πάντα ντυμένη στην τρίχα και φαίνεται να διαθέτει μια πλούσια γκαρνταρόμπα. Είναι χαρακτηριστικό δε πως όταν κάνεις σ’ αυτές τις γυναίκες ένα κομπλιμέντο για την εμφάνισή τους και τονίζεις μάλιστα πως έχουν καλύτερο γούστο από τους λευκούς, σηκώνουν τους ώμους με αυτοπεποίθηση και σχολιάζουν με ένα ελαφρό μειδίαμα την εξωτερική εμφάνιση των λευκών με τα λόγια: Πραγματικά είναι απορίας άξιο γιατί κάνουν τέτοιο άχαρο ντύσιμο που δεν τους κολακεύει καθόλου…
Η αναμονή μπροστά στο ασανσέρ μου φαίνεται αυτές τις πρώτες μέρες υπερβολικά μεγάλη. Το βλέμμα μου μένει προσηλωμένο με θαυμασμό σε μια Big Mama που με τη βοήθεια ενός μακρόστενου πολύχρωμου πανιού έχει δέσει το μωρό της πάνω στη φαρδιά της πλάτη. Συνειδητοποιώ την ίδια στιγμή ότι δεν έχω δει μέχρι τώρα καμία μαύρη μητέρα με παιδικό καρότσι. Ή τουλάχιστον δεν μου έρχεται κάποια ανάλογη εικόνα στο μυαλό. Το χαριτωμένο πλασματάκι είναι τόσο σφιχτά δεμένο πάνω από τα τροφαντά μητρικά οπίσθια, που το μάγουλό του πιέζεται στην πλάτη της μαμάς και το γλυκό στοματάκι μένει ανοιχτό σε σχήμα οβάλ. Φαίνεται πως η μικρούλα δεν μπορεί να γυρίσει το κεφάλι από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για οποιαδήποτε κίνηση. Κι εκεί που με έχει συνεπάρει βαθιά το θέαμα αυτό, ξαφνικά η φωνή μιας κυρίας με αποσπά από τις σκέψεις μου. Προφανώς της αρέσει το φουλάρι μου: I love your scarf.
Αυτό είναι το καταπληκτικό στη Νότια Αφρική, άνθρωποι παντελώς άγνωστοι κοντοστέκονται και σου πιάνουν κουβέντα, σε κολακεύουν, σου χαρίζουν ένα χαμόγελο – εκεί που δεν το περιμένεις, έτσι απλά! Μια γυναίκα μέσα στο ασανσέρ με γεμίζει κομπλιμέντα, Oh my God! I love your shoes. Where did you buy them? Και επειδή η απάντηση είναι «από την Ιταλία», κάνει ένα μορφασμό απογοήτευσης, ανοίγει διάπλατα τα μάτια και παραδέχεται με συντριβή, I should have known! They are screaming “made in Italy”. Συχνά όμως ενδιαφέρονται όχι μόνο για την εξωτερική μου εμφάνιση αλλά και για την ψυχολογική μου κατάσταση. Στο υπόγειο πάρκινγκ του mall μια γυναίκα παίρνει το θάρρος να με σταματήσει και να με ρωτήσει με πραγματικό ενδιαφέρον, what’s the matter, my dear, you loook sad, απλά επειδή στην έκφραση του προσώπου μου διακρίνει ότι είμαι στενοχωρημένη. Στην πραγματικότητα είμαι μια χαρά, μόνο που μόλις τώρα έχω πάρει χαμπάρι ότι σ’ αυτή τη χώρα το να ξαναβρείς το αυτοκίνητό σου μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Ευχαριστώ πάντως για το ενδιαφέρον!
Με το καρότσι μου φορτωμένο ψώνια στέκομαι πελαγωμένη στο υπόγειο πάρκινγκ και ψάχνω εξονυχιστικά με το βλέμμα τα σταθμευμένα αμάξια. Μπροστά μου, πίσω μου, παντού γύρω βλέπω μόνο λευκά αμάξια. Μα τι καταραμένη συνήθεια είναι αυτή, όλος ο κόσμος στο Joburg να αγοράζει άσπρα αυτοκίνητα! Την ίδια στιγμή συνειδητοποιώ βέβαια ότι το ίδιο κάναμε κι εμείς, διότι κάθε άλλο χρώμα θα σήμαινε αναμονή έξι μηνών. Τώρα γιατί γίνεται αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω, δεν το γνωρίζω.
Τα νούμερα της πινακίδας θα ήταν στην προκειμένη περίπτωση μεγάλη βοήθεια, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα τα θυμόμουν, διότι εκτός από τον αριθμό του νέου κινητού, του νέου σταθερού τηλεφώνου, της νέας διεύθυνσης σπιτιού και του νέου ταχυδρομικού κώδικα, πώς στην ευχή να συγκρατήσεις και τα νούμερα των πινακίδων ενός νέου αυτοκινήτου, όταν μάλιστα δεν υπόκεινται σε καμιά λογική συνάρτηση; Οι Γερμανοί, γνωστοί για την πρακτικότητά τους, έχουν σκεφτεί και πάλι μια λύση. Από τα αρχικά της πινακίδας του αυτοκινήτου μπορεί κανείς με λίγη φαντασία να καταλάβει την πόλη, για παράδειγμα το γράμμα Β δηλώνει ότι πρόκειται για το Βερολίνο. Πολλοί Γερμανοί θεωρώντας την οδήγηση ακραιφνώς προσωπική υπόθεση βάζουν στην πινακίδα του αυτοκινήτου τους τη συντομογραφία του ονόματός τους, την ημερομηνία γέννησης, την ημερομηνία του γάμου ή του διαζυγίου τους, εν πάση περιπτώσει κάποιον αριθμό που παραπέμπει σε κάτι προσωπικό και δεν είναι άσχετος, όπως τώρα στη δική μου περίπτωση. Όχι, πείτε μου, πώς διάολε να συγκρατήσω το BZ 19 WP GP;
Κάποια στιγμή, και ενώ η αρχική αμηχανία έχει εξελιχθεί σε φανερό εκνευρισμό, αφού έχω τσουλήσει το καρότσι πάνω κάτω στους διαδρόμους αρκετές φορές πατώντας συγχρόνως το αυτόματο κλειδί, ανάβουν δίπλα μου τα φώτα ενός Qashqai και ένας γνώριμος ήχος φτάνει στα αυτιά μου. Με τα νεύρα μου κρόσσια στοιβάζω το περιεχόμενο του καροτσιού στο πορτμπαγκάζ και κινούμαι με το αυτοκίνητο προς την μπάρα εξόδου με την καρτούλα του πάρκινγκ ανάμεσα στα χείλη και με τη βαθιά πεποίθηση ότι τώρα το μόνο που απομένει είναι να την τοποθετήσω στη σχισμή του μηχανήματος. Βάζω τα δυνατά μου να πλησιάσω όσο γίνεται πιο κοντά, για ευνόητους λόγους όχι όμως υπερβολικά κοντά στο μηχάνημα. Ικανοποιημένη από την ιδανική απόσταση που έχω πετύχει, ανοίγω το παράθυρο και έχω ξαφνικά μπροστά στο πρόσωπό μου έναν καβάλο παντελονιού…
Σαστισμένη λόγω αυτής της πραγματικά απρόσμενης εικόνας, το βλέμμα μου διερευνά τον κάτοχο του καβάλου, που δεν είναι άλλος από τον υπάλληλο του πάρκινγκ με την υπηρεσιακή του στολή. Πρέπει να είναι στημένος εδώ και ώρα ακριβώς δίπλα στο μηχάνημα, πράγμα που εγώ μέσα στην τσατίλα μου για τα αμέτρητα λευκά αυτοκίνητα ούτε καν το πήρα είδηση. Με βλέμμα που δεν προδιαθέτει για υψηλό δείκτη νοημοσύνης τον κοιτάζω στα μαύρα του μάτια κι αυτός με μια κίνηση ανωτερότητας παίρνει την καρτούλα από το στόμα μου για να την τοποθετήσει ο ίδιος στο μηχάνημα, στην προβλεπόμενη σχισμή. Thank you, μου λέει ευγενικά, λες και είχα κάνει ποιος ξέρει τι κατόρθωμα. Pleasure, καταφέρνω να ψελλίσω και αναρωτιέμαι για ποιο πράγμα ακριβώς με ευχαριστεί, αφού αυτός έκανε όλη τη δουλειά. Have a lekker day, μου εύχεται. Έτσι συνηθίζεται στη Νότια Αφρική κι εγώ ανταποδίδω με ένα στερημένο πάσης φαντασίας you too. Αναρωτιέμαι πόσο ανίκανους θεωρούν εδώ τους οδηγούς αυτοκινήτων για να σκεφτούν σοβαρά ότι χρειάζονται αυτή τη βοήθεια. Μόνο πολύ αργότερα μαθαίνω ότι πρόκειται για ένα από τα πολλά μέτρα που παίρνονται ώστε να μειωθεί το ποσοστό της ανεργίας. Σαν υπνωτισμένη βάζω το πόδι στο γκάζι, περνάω κάτω από την μπάρα και δίπλα από την πινακίδα, που με τη σειρά της δεν παραλείπει να μου ευχηθεί μια λαμπρή ημέρα: “We wish you a sparkling day”.
*Alexanderplatz: κεντρική πλατεία στο Βερολίνο.
**lekker: λέξη στα Αφρικάνς που χαρακτηρίζει καθετί θετικό. Συνώνυμα: όμορφα, τέλεια, υπέροχα.
Μετάφραση από τα γερμανικά: Κατερίνα Τσαουσίδου
Φιλολογική επιμέλεια: Βασίλης Πάγκαλος
Copyright 2018 Christina Antoniadou / All rights reserved
Ενας λαός απαλλαγμένος απο αγχος και stress που αντιμετωπίζει τα πάντα με μια αξιομνημόνευτη χαλαρότητα!!! Ακόμη και μεσα στο mall, υπάρχει νωχελικότητα και ηρεμία στις κινήσεις πράγμα αντιφατικό με μας που παντα τρέχουμε – τρέχουμε να προλάβουμε κάτι…….ακόμη δεν εχω καταλαβει όμως τι! Ισως θα επρεπε να υιοθετήσουμε λίγο απο τον ήρεμο τροπο!…Εύστοχο το παράδειγμα!!!
Μου άρεσε η περιγραφή πως ντύνονται οι Αφρικάνες. Όπως και η φιλικότητα απέναντι σε άγνωστους. Τι χαλαρός κόσμος! Εσύ ως Ευρωπάια κατάφερες άραγε να προσαρμοστείς σε αυτήν τη χαλαρότητα;
Έχεις απόλυτο δίκιο! Όλοι θα σε χαιρετίσουν στο δρόμο, όλοι είναι χαλαροί. Η περιγραφή είναι ακριβής!
Συγχαρητήρια για το blog, μας βοηθά να συμπληρώσουμε το παζλ!
Τι όμορφα που μας μετέφερες τον τρόπο ντυσίματος των μαύρων γυναικών! Τι ωραίες εικόνες, χρώματα, στυλ! Και η αλήθεια είναι ότι όταν βλέπεις τόσο όμορφα ντυσίματα, ξεσηκώνεσαι να τα δεις και πάνω σου. Είναι μεταδοτικό!
Πολυ ζωντανή η περιγραφή της εμφανισης των γυναικών εκει… Οντως ξέρουν να συνδυάζουν χρώματα κ να ειναι κομψές ταυτόχρονα! Μπράβο σου που κατάφερες να τα βάλεις με το χάος του mall κ να έχουμε happy ending σε αυτη την ιστορία αφου βρήκες το άσπρο αυτοκίνητό σου μεσα στα υπόλοιπα άσπρα!!!! “Have a lekker day!”