Χριστίνα Αντωνιάδου
Το αγαπημένο μου μάθημα όταν σπούδαζα Γερμανική Φιλολογία ήταν η Γλωσσολογία. Μου άρεσαν και οι λογοτεχνικές αναλύσεις, εννοείται, αλλά περισσότερο από όλα με ξετρέλαινε τότε η ορθολογιστική μέθοδος της Γλωσσολογίας. Σήμερα δεν ξέρω πια το γιατί. Αυτό όμως συμβαίνει συνήθως με τις μεγάλες αγάπες. Μέχρι και σήμερα λοιπόν θυμάμαι πολύ καλά μια θεμελιώδη αρχή της γλωσσολογίας, επειδή επανειλημμένα σκοντάφτω πάνω της στην καθημερινότητά μου: δύο συνομιλητές πρέπει να διαθέτουν κοινό κώδικα επικοινωνίας προκειμένου να συνεννοηθούν. Από τη στιγμή που ο κώδικας αυτός δεν είναι κοινός, μπορεί να προκύψουν κάθε λογής παρεξηγήσεις.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το σκύλο και τη γάτα. Γιατί αυτά τα δύο ζώα είναι άσπονδοι εχθροί; Διότι και τα δύο χρησιμοποιούν την ουρά τους για να επικοινωνούν, ωστόσο με παρόμοιες κινήσεις το καθένα εκφράζει διαφορετικά πράγματα και συνεπώς τις ερμηνεύει αλλιώς. Όταν ένας σκύλος πρωτοδεί μια γάτα, συμπεραίνει ότι αυτό το τετράποδο με τα μυτερά αυτιά που νιαουρίζει δεν μπορεί να διαφέρει και τόσο από τον ίδιο και την πλησιάζει κουνώντας την ουρά του. Στη γλώσσα των σκύλων αυτό σημαίνει «Είμαι πολύ χαρούμενος, έλα να παίξουμε». Η γάτα είναι καχύποπτη απέναντι σε όλο αυτό το σκηνικό, γιατί στη δική της γλώσσα η κίνηση της ουράς πέρα δώθε σημαίνει θυμό και επιθετικότητα. Νιώθει λοιπόν να απειλείται από τον σκύλο. Ενστικτωδώς σηκώνει την ουρά της ψηλά, με σκοπό να προειδοποιήσει το σκύλο. Αντ’ αυτού όμως εκείνος εκλαμβάνει την κίνηση αυτή ως πρόσκληση και χαίρεται όλο και περισσότερο που βρήκε ένα φίλο να παίξει. Η συνέχεια γνωστή. Η γάτα είναι σε επιφυλακή και μόλις ο σκύλος την πλησιάσει ανυποψίαστος, για να τη μυρίσει, τρώει μια νυχιά ξεγυρισμένη. Ακολουθεί ένας καβγάς κατά τον οποίο η μεν γάτα γρατζουνάει και αγριεύει, ο δε σκύλος σκούζει και γαβγίζει. Και ως επί το πλείστον είναι ο σκύλος αυτός που τρέπεται σε φυγή με την ουρά στα σκέλια και με μικροτραυματισμούς, ενώ μένει με τη βεβαιότητα ότι ο κόσμος πλέον δεν βγάζει νόημα.
Ο άνθρωπος, προκειμένου να μην κυκλοφορεί με μόνιμες παραμορφώσεις και βαθιές γρατζουνιές στο πρόσωπο, χρησιμοποιεί τη λογική του και μαθαίνει ξένες γλώσσες, κάτι που, εκτός των άλλων, προσδίδει υψηλό κύρος. Διότι όποιος κατέχει δύο ή και τρεις ξένες γλώσσες εμπνέει σεβασμό σε όσους δεν έχουν και τόσο ταλέντο στη γλωσσομάθεια. Σε τελική ανάλυση, πίσω από όλο αυτό κρύβεται μεγάλος κόπος και πολλά χρόνια εκμάθησης λεξιλογίου και γραμματικών κανόνων. Υπάρχουν βέβαια και λαοί που έχουν αναγάγει σε εθνικό άθλημα το να συγκεντρώνουν πτυχία σε όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες, να τα κορνιζάρουν, να τα κρεμάνε στον τοίχο και να χρησιμοποιούν τις αποκτηθείσες γνώσεις όποτε χρειάζεται. Ένας από τους λαούς αυτούς είναι οι Έλληνες, και για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω άλλους στον κόσμο που να μαθαίνουν γλώσσες με τόσο ενθουσιασμό και πάθος. Ενδεχομένως η προτίμηση αυτή να προέκυψε μόνο και μόνο από την ανάγκη να επικοινωνήσουν με άλλους λαούς, διότι εδώ που τα λέμε ποιος σε τούτη τη γη μιλά ελληνικά εκτός από τους Έλληνες, αφού η γλώσσα αυτή κατατάσσεται στις πιο δύσκολες και όχι μόνο εξαιτίας του διαφορετικού αλφαβήτου; Επομένως ισχύει η φράση: Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
Υπάρχουν πάντως και κάποιοι λαοί οι οποίοι δεν αφιερώνουν τόσο ευσυνείδητα τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο τους στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και ο συσχετισμός μεταξύ Μωάμεθ και βουνού τους αφήνει παγερά αδιάφορους. Η γλώσσα τους –όπως και αυτή των Ελλήνων– μπορεί να ομιλείται μεν μόνο στην πατρίδα τους, αλλά ακόμα κι έτσι δεν εννοούν να καταλάβουν πόσο αναγκαία είναι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στους Ιταλούς. Χωρίς να γνωρίζουν ούτε μια λέξη στα αγγλικά, αυτοί οι φλογεροί Νότιοι καταφέρνουν να εξυπηρετούν εκατομμύρια τουρίστες και στην ανάγκη επιστρατεύουν χέρια και πόδια προκειμένου να συνεννοηθούν. Ή ακόμη και όχι, όπως πολύ εύστοχα περιγράφεται στο εξής αστείο συμβάν: Ένας ανυποψίαστος Άγγλος τουρίστας ρωτά πολύ σοβαρά έναν Ιταλό: Excuse me Sir, do you speak English? Ο Ιταλός απαντά πολύ περήφανος: Eyesse. Ο Άγγλος –πιστεύοντας ότι επιτέλους βρήκε κάποιον με τον οποίο μπορεί να συνεννοηθεί– προχωράει χαρωπά στην επόμενη ερώτηση: Can you tell me where the bus station is? και συμπληρώνει κι ένα please στο τέλος, όπως είθισται να κάνει κάθε Βρετανός που διαθέτει καλούς τρόπους. Έπειτα ο Ιταλός ξεκινά να χειρονομεί δεξιά αριστερά και αρχίζει να δίνει οδηγίες με πομπώδες ύφος: Eyesse, busse stazione allora: papiri poupiri papiri poupiri. Κάπως έτσι ακούγονται στον Άγγλο τα «αγγλικά» του Ιταλού… Και εκεί είναι που ο Βρετανός αναρωτιέται: «Καλά, αφού μου είπε ότι μιλάει αγγλικά, τότε γιατί μου απαντάει στην γλώσσα του;»… και ο Ιταλός σκέφτεται από μέσα του υπερήφανος για τη γλωσσομάθειά του: «Γιατί με κοιτάει έτσι απορημένος; Μάλλον πρέπει να του το ξαναπώ πιο αργά και με πιο απλά αγγλικά»… με άλλα λόγια… συνεννόηση μπουζούκι!
Σίγουρα όμως η νοτιοευρωπαϊκή εξυπηρετικότητα και ευγένεια έχει και τα όριά της – ακριβώς εξαιτίας των γλωσσικών φραγμών. Μια φορά στη Σιένα προσέγγισα με ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο μια περιπτερού, γιατί δεν ήθελα να την ξαφνιάσω με ερωτήσεις τουριστικού περιεχομένου. Έτσι, την προετοίμασα κάνοντάς της την εισαγωγική ερώτηση: Sorry, may I ask you something? Η κυρία μου απάντησε με ένα κοφτό No! που με τρομοκράτησε και δεν μου άφησε άλλη επιλογή από το να απομακρυνθώ εμφανώς σαστισμένη για το πόσο ευθείς μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι. Προφανώς η καλή κυρία ούτε καν είχε ακούσει την ερώτηση και σίγουρα δεν κατάλαβε τι της είπα, απλά ήταν κουρντισμένη να αρνείται, ώστε να μην εμπλέκεται σε περαιτέρω ερωταπαντήσεις.
Ένα άλλο έθνος στο οποίο αξίζει να γίνει αναφορά είναι οι Γάλλοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι αποτελούν το κέντρο του κόσμου και για ευνόητους λόγους αγνοούν το γεγονός ότι –τουλάχιστον όσον αφορά την αποικιοκρατία– οι Άγγλοι ήταν και πιο γρήγοροι και πιο αποτελεσματικοί. Για το λόγο αυτό και προς μεγάλη λύπη των Γάλλων τα αγγλικά και όχι τα γαλλικά αποτελούν σήμερα την παγκόσμια γλώσσα όλων μας. Βέβαια αυτό δεν φαίνεται να πτοεί την εθνική τους υπερηφάνεια, διότι λίγοι είναι οι Γάλλοι που καταδέχονται να μιλήσουν άλλη γλώσσα εκτός από τη δική τους. Κι επειδή μόνο ελάχιστοι απ’ αυτούς γνωρίζουν αγγλικά, προτιμούν να ταξιδεύουν στις πρώην αποικίες τους, όπου ομιλούνται τα γαλλικά. Έτσι αλλάζουν παραστάσεις, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να προσαρμοστούν σε καινούργιο περιβάλλον. Πουθενά αλλού –εκτός από τη χώρα τους– δεν έχω συναντήσει τόσους πολλούς Γάλλους μαζεμένους όσο στις Σεϋχέλλες ή στη Γαλλική Πολυνησία. Σ’ αυτές τις χώρες νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Σ’ αυτό το τελευταίο συμβάλλει και ο εκάστοτε ξεναγός. Για παράδειγμα, πριν ξεκινήσουμε μια μίνι κρουαζιέρα από το Praslin των Σεϋχελλών στα μικρότερα γειτονικά νησιά ο ξεναγός μιλά στο σύνολο των τουριστών αγγλικά, προκειμένου να μας ενημερώσει για τα βασικά όσο θα είμαστε εν πλω. Στη συνέχεια όμως πηγαίνει –αν είναι δυνατόν– από τραπέζι σε τραπέζι, για να εξηγήσει στους Γάλλους τα πάντα στη μητρική τους γλώσσα κατ’ ιδίαν, σαν να λέμε σε ιδιαίτερο μάθημα.
Και μια και μιλάμε για τις γλωσσικές δεξιότητες των Γάλλων, θα ήθελα σ’ αυτό το σημείο να σας διηγηθώ ένα επεισόδιο που δείχνει πόσο η δυνατή προφορά της μητρικής γλώσσας του ομιλητή μπορεί να προκαλέσει παρεξηγήσεις. Για του λόγου το αληθές, η ιστορία αυτή ακούγεται πολύ πιο πετυχημένη όταν την περιγράφει το άλλο μου μισό προφορικά… Στο διευθυντικό team της τράπεζας που εργάζεται ο σύζυγός μου, το νέο μέλος είναι ο Philippe, ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Γαλλίας, ο οποίος ανέλαβε πρόσφατα τα καθήκοντά του και ετοιμάζεται να παρουσιάσει τις πρώτες του εντυπώσεις. Ο Philippe είναι ένας νέος, φιλόδοξος διευθυντής και τώρα βρίσκεται ενώπιον σύσσωμης της διεθνούς ομάδας, δηλαδή του European Management Group, και όλη η ομάδα περιμένει με ανυπομονησία να ακούσει τι έχει να πει ο καινούργιος Γάλλος. Αυτή όμως που ενδιαφέρεται περισσότερο από όλους είναι η Roberta, η CEO της Ευρώπης, μια πολύ έμπειρη Αμερικανίδα διευθύντρια που είναι γνωστή για την έλλειψη χιούμορ και για το ότι δεν σηκώνει και πολλά πολλά αστειάκια.
Let me tell you about my tennis shoes… Μ’ αυτή την πολλά υποσχόμενη εισαγωγή ξεκινά ο Philippe την παρουσίασή του ενώ η Roberta τον κοιτάζει με αυστηρό βλέμμα μέσα από τα γυαλιά μυωπίας της. Το βλέμμα της τα λέει όλα. Ελαφρώς εκνευρισμένη τον διακόπτει και του ζητά να επαναλάβει την πρότασή του, προσποιούμενη ότι δεν έχει καταλάβει καλά. I will start by telling you about my tennis shoes, επαναλαμβάνει ο Philippe ανυποψίαστος. Δεδομένου ότι ο νεαρός Γάλλος έχει προσληφθεί από την ίδια προσωπικά, δεν θέλει να τον εκθέσει μπροστά σε όλους και συνεπώς του δίνει μία ακόμη ευκαιρία: Philippe, may be we can wait till dinner tonight to talk about your tennis shoes. Can we start with your assessment of our business and if we are meeting our budget or not? Ο Philippe δείχνει λίγο μπερδεμένος και δεν ξέρει πώς ακριβώς να εκλάβει αυτά που μόλις άκουσε. Άραγε πρόκειται για κανένα απ’ αυτά τα αμερικάνικα αστειάκια; Αν δώσει βάση στις φήμες που κυκλοφορούν για τη Roberta, μάλλον όχι. Πρέπει πάντως να του αναγνωρίσουμε ότι, παρά την ανασφάλειά του, συγκεντρώνεται αμέσως και απαντά: I am not coming to dinner tonight but yes, I will focus on the issues one by one, ενώ τοποθετεί μια διαφάνεια στον προτζέκτορα με τίτλο «France – Ten Issues».
Επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή μέχρις ότου ένας συνάδελφος επιτέλους αντιλαμβάνεται την κατάσταση και ξεσπά σε δυνατά γέλια – και εφόσον το γέλιο είναι μεταδοτικό, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλο το team κυλιέται χάμω. Εκτός από τον Philippe και τη Roberta, οι οποίοι χρειάζονται λίγο παραπάνω χρόνο για να πιάσουν το αστείο και να αντιληφθούν πλήρως την κατάσταση. Ο Philippe καταφέρνει επιτέλους να παρουσιάσει τα «Ten Issues» του ενώπιον της συγκεντρωμένης και ευδιάθετης ομάδας, και αν το γαλλο-αμερικανικό team δεν πάρει μετάθεση για άλλες χώρες, θα γελάνε για πολύ καιρό ακόμα.
Ένα ακόμα περιστατικό που αποδεικνύει ποιες δυσκολίες μπορεί να προκύψουν όταν δύο συνομιλητές δεν διαθέτουν κοινό κώδικα επικοινωνίας διαδραματίζεται στην Κολωνία. Μέσα στη χριστουγεννιάτικη θαλπωρή, για την οποία άλλωστε είναι πασίγνωστη η Γερμανία, έχει στηθεί το γιορτινό τραπέζι σε στενό οικογενειακό κύκλο. Λόγω μικτών γάμων τα μέλη της φαμίλιας προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς, οπότε νύφη, γαμπρός και απόγονοι αυτών ανταλλάσσουν –εξετάζοντας το θέμα από γλωσσολογικής άποψης– λάθος μηνύματα. Μένω άναυδη κάθε φορά που ακούω την καλή μου φίλη να μου περιγράφει όσα διαδραματίζονται στο πατρικό της κατά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Κάθε χρόνο λοιπόν μαζεύονται στο σπίτι της γιαγιάς Hildegard, και συγκεκριμένα στο σαλόνι με τα δρύινα μασίφ έπιπλα: η ελληνική πλευρά με τον Έλληνα γαμπρό και τα τρία παιδιά μεγαλωμένα στην Ελλάδα και το γιαπωνέζικο γκρουπ με τη Γιαπωνέζα νύφη και τις δύο κόρες μεγαλωμένες στην Ιαπωνία. Όλη αυτή η πολυπολιτισμική κομπανία καταφθάνει από το εξωτερικό για έναν και μοναδικό λόγο: να δώσει χαρά στη γιαγιά, την οποία, τις περισσότερες φορές, αφήνει μόνη και έρημη μετά την Πρωτοχρονιά και μάλιστα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Απαξάπαντες κάθονται στο στρωμένο τραπέζι, ενώ η Hildegard, η οποία, όπως κάθε γιαγιά άλλωστε, θέλει να περιποιηθεί τη διεθνή της οικογένεια, επιχειρεί να σερβίρει το φαγητό.
Θα περίμενε κανείς ότι με τα εγγόνια από την Ελλάδα η επικοινωνία θα κυλούσε ευχάριστα και αβίαστα, αφού η ελληνική γλώσσα και παραστατική είναι και συνοδεύεται από πολλές χειρονομίες. Ωστόσο η Γερμανίδα γιαγιά συναντά ήδη τις πρώτες δυσκολίες κατά την απόπειρά της να ξεχωρίσει το «ναι» από το «όχι», αφού το «ναι» στα ελληνικά για ένα μυστήριο λόγο σημαίνει κατάφαση. Ο επόμενος σκόπελος ορθώνεται μόλις ξεκινάν τα νεύματα και οι κινήσεις του κεφαλιού. Όταν ο Έλληνας σηκώνει μία φορά το κεφάλι προς τα επάνω με ελαφριά κλίση προς τα πίσω και ταυτόχρονα κινεί τα φρύδια επίσης προς τα επάνω σαν να προσπαθεί να τα πλησιάσει στα μαλλιά, δηλώνει άρνηση. Αυτό αντιστοιχεί περίπου σε μισό γερμανικό νεύμα κατάφασης – μισό, διότι το πηγούνι, αφού υψωθεί προς τα επάνω, δεν επιστρέφει στην αρχική του θέση αλλά παραμένει για αρκετή ώρα στραμμένο ψηλά. Ούτε όμως και ο χαρακτηριστικός ήχος με τη γλώσσα, δηλαδή το «τσουκ» κλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια για λίγο, συμβάλλει ιδιαίτερα στο να ξεπεραστούν τα εμπόδια συνεννόησης. Δεδομένων όλων των παραπάνω η γιαγιά πιστεύει ότι τα εγγόνια από την Ελλάδα δεν μπορούν να κρατηθούν άλλο, ότι το «τσουκ» δηλώνει ευχαρίστηση και τα κλειστά μάτια λαχτάρα για τις λιχουδιές. Συνεπώς γεμίζει ξανά τα πιάτα, τρισευτυχισμένη που βρήκε κάποιον να εκτιμά τη μαγειρική της τέχνη. Το όλο σκηνικό πλαισιώνεται από τα έκπληκτα και επικριτικά βλέμματα που ρίχνουν τα παιδιά στη Γερμανίδα μητέρα τους.
Το οικογενειακό τραπέζι εξελίσσεται πλέον χωρίς καμία συνοχή. Κάθε φορά που είναι η σειρά των Γιαπωνέζων να απαντήσουν προκαλείται σύγχυση. Αν πιστέψω τα λεγόμενα της καλής μου φίλης, από το γιαπωνέζικο λεξιλόγιο λείπει μια καίριας σημασίας έννοια, η λέξη «όχι» – ή απλά δεν είναι πρέπον να την ξεστομίσεις. Το ίδιο ισχύει και για τα αρνητικά μόρια όπως «δεν», «μην» κτλ. Εν πάση περιπτώσει η καλή γιαγιά βρίσκεται κάθε Χριστούγεννα αντιμέτωπη με τον κίνδυνο νευρικού κλονισμού, διότι τα γιαπωνεζάκια δεν θα πουν ένα μακρόσυρτο «όοοοχι» σαν νορμάλ έφηβοι, ούτε θα γυρίσουν προς τον Γερμανό πατέρα τους να του πουν: Καλά, δεν μπορείς να σφυρίξεις της μάνας σου να μ’ αφήσει ήσυχη; Δεν μας παρατάει με το κωλοψητό της λέω εγώ! Δεν βλέπει ότι κοντεύω να σκάσω; Τι θέλει δηλαδή; Να τα βγάλω όλα πάλι;
Όχι, τα εγγόνια από την Ιαπωνία δεν θα επέτρεπαν ποτέ στον εαυτό τους αυτόν τον ανάρμοστο τόνο. Αντ’ αυτού συζητούν εκτενώς το θέμα ανοίγοντας τεράστιες παρενθέσεις και κάνοντας εκτενή χρήση της δυνητικής οριστικής: Αγαπητή μου γιαγιά, θα έτρωγα ευχαρίστως κάτι ακόμα, αλλά έχω την αίσθηση ότι η κοιλιά μου γέμισε με το θεσπέσιο ψητό χοιρινό που μας έφτιαξες. Αν όμως πεινούσα, φυσικά και θα έπαιρνα κάτι ακόμα. Και μάλιστα μετά χαράς!
Σίγουρα η γιαγιά θα ήταν σήμερα πολύ πιο ευτυχισμένη, αν κάποτε ο Θεούλης δεν είχε θυμώσει με τη βλασφημία των κατασκευαστών του Πύργου της Βαβέλ και δεν τους είχε μπερδέψει τις γλώσσες…
Μετάφραση από τα γερμανικά: Πελαγία Ξεπαπαδάκου
Φιλολογική επιμέλεια: Βασίλης Πάγκαλος
Copyright 2018 Christina Antoniadou / All rights reserved
Το tennis shoes είναι καταπληκτικό! Μπορώ να φανταστώ έναν Γάλλο να το προφέρει! Και τα Γιαπωνεζάκια τα καημένα δεν θα πήγαιναν μακριά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τέτοια περίτεχνη ευγένεια. Αλλά το παρατραβάνε κι αυτοί, άκου να λείπει η λέξη όχι, μην, δεν κλπ, καλύτερα ο ελληνικός τρόπος, παρά την αγένεια, τουλάχιστον ξέρεις τι σου γίνεται!
Ο Πύργος της Βαβελ των λαών!!! Η αλήθεια είναι οτι δεν χάνεσαι στη μετάφραση και μπορείς να καταλάβεις καλύτερα τις αξίες ενός πολιτισμού μιας χώρας, γνωρίζοντας τη γλώσσα του!!! Ομως, αυτό απαιτεί μεγάλη προσπάθεια ώστε να διατηρηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στη μητρική γλώσσα και στις υπόλοιπες αλλά προπάντων να διατηρείται αναλλοίωτη η προσωπικότητα του ατόμου!!! ??????????????
Τι αστείος ο Γάλλος με τα tennis shoes! Χρειαζόμαστε σίγουρα λίγο χιούμορ για να ξεπεράσουμε τα γλωσσικά, και γενικά όλα τα προβλήματα.
Υπέροχο! Επιτέλους μεταφράστηκε 🙂
Κάποιες φορές ο κώδικας επικοινωνίας λείπει μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Οπότε, καλή διάθεση να υπάρχει και τα βρίσκουμε ακόμα και με χέρια και πόδια όπως περιγράφεις κι εσύ!
Η ιστορία μου θύμησε την ταινία: Θεέ μου,τι σου κάναμε;
Πάντως η γιαγιά χρειάζεται γερό στομάχι για να ανταπεξέλθει!
Αχ αυτό με τους Γάλλους! Δεν μπορώ να τους καταλάβω ποτέ ακριβώς γιατί τονίζουν τα αγγλικά σαν να ήταν Γαλλικά! Απίστευτοι. Πάντως ξέρω μια γλώσσα που δεν έχει τη λέξη “παρακαλώ”. Εδώ να δω τη γιαγιά τι θα έκανε 🙂