5. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο! - Home Is Everywhere

Χριστίνα Αντωνιάδου

 

Όταν είσαι ξένος σε μια χώρα, τότε όλα γύρω σού φαίνονται ξένα και ο καλύτερος τρόπος να το συνειδητοποιήσεις αυτό είναι πηγαίνοντας για ψώνια. Θα υπέθετε κανείς ότι στο πλαίσιo της παγκοσμιοποίησης τα ονόματα των εμπορικών καταστημάτων είναι λίγο πολύ κοινά παντού. Λίγο ή πολύ! Τι γίνεται όμως όταν καμία επωνυμία σουπερμάρκετ δεν παραπέμπει σε κάτι γνωστό; Ενώ στο Λονδίνο τα σουπερμάρκετ φέρουν ονόματα όπως Waitrose, Sainsbury’s ή Tesco, οι αντίστοιχες αλυσίδες στη Νότια Αφρική ονομάζονται Woolworth, Pick’n Pay ή Checkers. Σε κάποιες περιοχές του Johannesburg, είναι αλήθεια, υπάρχουν τα σουπερμάρκετ Spar, αλλά για κακή μας τύχη όχι στην περιοχή που μένουμε. What I am trying to say is: Κανένα από αυτά τα ονόματα δεν ηχεί πραγματικά γνώριμο, γι’ αυτό και η πρώτη προσπάθεια να γεμίσουμε το ψυγείο μας δεν στέφεται με επιτυχία.

Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετωπίζεις και όταν προσπαθείς να βρεις εργαλεία και καρφιά για να κρεμάσεις κάποια κάδρα στον τοίχο, ώστε το καινούργιο και ξένο ακόμα σπίτι να αρχίσει να γίνεται κάπως οικείο, να μεταμορφωθεί από σπίτι σε σπιτικό. Με ποια λογική η επωνυμία games στο Johannesburg ή η επιγραφή Robert Dyas στο Λονδίνο πρέπει να μου δημιουργήσουν την εντύπωση ότι πρόκειται για μακρινούς συγγενείς του καταστήματος Praktiker; Αλλά και στον κλάδο των ηλεκτρικών ειδών τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Όσο καλή θέληση κι αν έχω είναι αδύνατον να συνδέσω συνειρμικά το όνομα Dion Wired στο Joburg με την αγορά μιας τηλεόρασης ή το Incredible Connection με το software και το hardware ενός υπολογιστή. Ασφαλώς υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που έχουν το προνόμιο να διαθέτουν μια πολύ πιο ανθηρή φαντασία από την αφεντιά μου. Δυστυχώς η μοίρα δεν μου επεφύλαξε αυτή την τύχη.

Όταν φτάσεις στο σημείο να γνωρίζεις τι εμπορεύματα διαθέτει ένα κατάστημα ακούγοντας απλώς το όνομά του, τότε έχει έρθει η στιγμή να κάνεις τα πρώτα σου κανονικά ψώνια. Αυτό όμως μόνο θεωρητικά. Γιατί στην πράξη θα ορθωθεί ένα νέο εμπόδιο μπροστά σου. Μπορεί μεν να έχεις ετοιμάσει μια λίστα με ψώνια και στο πορτοφόλι σου να βρίσκεται το αναγκαίο χρηματικό ποσό ή η πιστωτική σου κάρτα –μάλλον η κάρτα Debit, που είναι συνηθέστερη εδώ–, πολύ σύντομα όμως θα σκοντάψεις στο όνομα της μάρκας. Γιατί όλα αυτά τα περίεργα ονόματα που σου γνέφουν φιλικά από το ράφι δεν σου θυμίζουν κανένα γνώριμο προϊόν.

Αυτό ισχύει ακόμη και για τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα ζυμαρικά ή τα άλευρα. Πώς να το κάνουμε, έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το γάλα να προβάλλεται με ένα δεδομένο τρόπο στο ψυγείο του καταστήματος, με μια καθορισμένη συσκευασία, με ένα συγκεκριμένο χρώμα. Στη συσκευασία των ζυμαρικών εδώ και δεκαετίες διαβάζεις το όνομα μιας ορισμένης μάρκας και επειδή το μάτι σου έχει συνηθίσει να προσλαμβάνει αυτή την εικόνα, το χέρι σου αυτόματα θα πάρει από το ράφι το συγκεκριμένο και όχι ένα άλλο ζυμαρικό. Από τη στιγμή που ο καταναλωτής έρθει αντιμέτωπος με μια άγνωστή του συσκευασία, νιώθει ανασφάλεια, βγαίνει από τα νερά του και αρχίζει να κάνει άσκοπες διαδρομές ψάχνοντας από ράφι σε ράφι να βρει αυτό που ζητάει. Σε όλο αυτό το μπέρδεμα έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι τα σουπερμάρκετ συχνά πουλάνε και προϊόντα δικής τους επωνυμίας οπότε η αναζήτηση τραβάει αναγκαστικά σε μάκρος.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, ότι δηλαδή η υπόθεση «ψώνια» σε μια ξένη χώρα είναι εξ ορισμού αρκετά δύσκολη, κάνω την κουταμάρα να γράψω σε μια λίστα όλα αυτά που θέλω να ψωνίσω, λες και μένω ακόμα στη Θεσσαλονίκη και πηγαίνω για ψώνια σε ένα ελληνικό σουπερμάρκετ. Η άψογα γραμμένη λέξη „φακές“ δεν με βοηθάει στο παραμικρό όταν βρίσκομαι στο βρετανικό ή το νοτιοαφρικανικό σουπερμάρκετ, γιατί είναι ευνόητο δυστυχώς ότι το όσπριο αυτό λέγεται αλλιώς στα αγγλικά. Δεν πάει να παιδεύω όσο θέλω το μυαλό μου, η αγγλική λέξη δεν αναδύεται με τίποτα από τον βυθό στον οποίο την έχει καταποντίσει η διάτρητη μνήμη μου.

Η προσωρινή απώλεια των μνημονικών μου ικανοτήτων αποκλείει αυτομάτως και μια σειρά άλλων ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον επιθυμητό στόχο, όπως π.χ. να ρωτήσω απευθείας έναν υπάλληλο του καταστήματος ή να του περιγράψω το προϊόν που αναζητώ. Αλλά πώς στην ευχή να περιγράψεις τις φακές; Ακόμα και στη μητρική σου γλώσσα κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πρόκληση αποκλειστικά για φιλολόγους. Τέτοιες ή άλλες παρόμοιες καταστάσεις, που προκύπτουν επειδή κάποιες λίστες αγορών γράφτηκαν επιπόλαια και χωρίς δεύτερη σκέψη, μπορούν πολύ εύκολα να οδηγήσουν σε σκηνές μεγάλης ασυνεννοησίας.

Όσοι είναι καλοπροαίρετοι απέναντί μου –τους βλέπω να ζαρώνουν το μέτωπο με ανησυχία– θα προσπαθήσουν τώρα να με πείσουν ότι οποιαδήποτε απόπειρα να μαγειρέψω φακές –δεν έχει σημασία σε ποια γωνιά του πλανήτη– είναι γενικώς μια ατυχής έμπνευση. Είναι απορίας άξιον πώς μου μπήκε στο μυαλό η ιδέα με τις φακές όταν υπάρχουν στον κόσμο τόσα πολλά, απείρως γευστικότερα φαγητά. Οι άλλοι όμως, εκείνοι που με έχουν βάλει στο στόχαστρο, βλέπουν να παρουσιάζεται επιτέλους η ευκαιρία να κάνουν επίδειξη της υπεροχής τους στην αγγλική γλώσσα και να κοκορευτούν ότι είναι κάτοχοι πιστοποιητικού Proficiency. Τους ακούω να μου ψιθυρίζουν με υπεροψία τη λέξη lentils κι είναι φανερό ότι το απολαμβάνουν στο έπακρο. Σηκώνω το γάντι και τους προκαλώ κι εγώ με τη σειρά μου να μου πουν, αν γνωρίζουν, πώς λέγονται στα αγγλικά η διαφανής μεμβράνη φαγητού ή η ναφθαλίνη; Παρεμπιπτόντως θέλω να επισημάνω στους πωρωμένους χρήστες του smartphone –στη φαντασία μου βλέπω κιόλας όλους αυτούς τους ξερόλες να σπεύδουν στα iPhone τους– ότι το translation-app δεν βοηθάει πάντα.

Αναντίρρητα έχει ένα ενδιαφέρον να στέκεσαι με ύφος πανίβλακα μπροστά στο ράφι των μπαχαρικών, να έχεις βγάλει ρίζες εκεί και στο τέλος να το παίρνεις απόφαση πια ότι το φαγητό σήμερα θα βγει τελείως άγευστο, αφού είναι φύσει αδύνατον να βρεις τα μπαχαρικά που θα το νοστιμίσουν. Υπάρχει βέβαια και η άλλη οδός, κάπως περιπετειώδης αυτή, γιατί δεν ξέρεις πού μπορεί να σε βγάλει: Ρίχνεις στο φαγητό σου διάφορα μπαχαρικά που τα έχεις διαλέξει τυχαία από το ράφι και παίρνεις το ρίσκο να υποστείς τις συνέπειες – που μπορεί καμιά φορά να αποδειχθούν εξαιρετικά άμεσες…

Η επόμενη πρόκληση έρχεται με τη μορφή της αγοράς κρέμας γάλακτος. Μάλιστα, σωστά διαβάσατε: κρέμα γάλακτος. Οι νεοφερμένοι στη χώρα, οι οποίοι παράλληλα τυχαίνει να είναι και κρυουλιάρηδες –αυτό το μείγμα ανθρώπου αντιπροσωπεύω εγώ τώρα–, αυτοί λοιπόν οι δυστυχείς που είχαν τη φαεινή ιδέα να θέλουν οπωσδήποτε να αγοράσουν κρέμα γάλακτος πρέπει να υπολογίζουν ότι θα στηθούν αρκετή ώρα μπροστά στα ψυγεία – καλύτερα τυλιγμένοι με σκούφο, πουλόβερ και κασκόλ, έτσι ώστε να μη μοιάζουν μετά με κατεψυγμένα κοτόπουλα και να μη διασπείρουν αφειδώς με το βήχα και τα φτερνίσματά τους επικίνδυνα βακτήρια στον περίγυρό τους. Τις πρώτες εβδομάδες στο Johannesburg, παρά τις ανοιξιάτικες θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τους 20 βαθμούς Κελσίου, κατάφερα να αρπάξω ένα γερό κρυολόγημα ακριβώς επειδή δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για αυτά που θα συναντούσα εδώ, παραδείγματος χάρη για τις συνθήκες που επικρατούν στο σουπερμάρκετ. Ούτε για το σύστημα κλιματισμού του καταστήματος, ούτε για τα ατελείωτα λεπτά που πρέπει να περάσω στο τμήμα με τα ψυγεία έως ότου αγοράσω όλα αυτά που έχω σημειώσει στη λίστα μου.

Ένα παράδειγμα του πώς μπορεί να προκύψει το πρόβλημα με την υποθερμία δίνει το πλήθος των διαφορετικών ονομάτων που τυπωμένα επάνω σε πλαστικά κυπελλάκια βρίσκονται παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο στο ψυγείο και περιμένουν υπομονετικά τον εν δυνάμει αγοραστή τους. Θα βρεις εκεί τους πιο απίθανους συνδυασμούς με βασικό συνθετικό πάντα τη λέξη cream, πράγμα που, ομολογουμένως, αποτελεί κολοσσιαία βοήθεια και δρα αποτελεσματικά στο να πάρεις την απόφασή σου. Πώς; Είναι απλό: Εκνευρίζεσαι τόσο πολύ από την προσφορά όλων αυτών των ποικίλων συνδυασμών, που τελικά καταλήγεις να επιλέξεις την απλότητα στη μαγειρική τέχνη και να αφαιρέσεις την κρέμα γάλακτος από τη συνταγή σου.

Και για του λόγου το αληθές, ιδού τα προϊόντα μεταξύ των οποίων πρέπει να διαλέξω: Cream, Cream long life, Whipping cream, whipped cream, cultured cream, double thick cream, pouring cream, sour cream, cultured soured cream, fresh cream. Εδώ σας θέλω τώρα όλους εσάς που έχετε σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία ή είστε κάτοχοι Proficiency! Όσο για μένα, αποφασίζω απλά να παραβλέψω κάθε κριτήριο επιλογής και βουτάω από το ψυγείο ένα κυπελλάκι από κάθε είδος κρέμα γάλακτος ενώ παράλληλα επιδίδομαι σε ακατάσχετο και αισχρό υβρεολόγιο. Εννοείται από μέσα μου.

Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να προτείνει στη δεινοπαθούσα Ευρωπαία να απευθυνθεί σε έναν υπάλληλο, διότι σε τελική ανάλυση γι’ αυτό πληρώνεται, για να είναι στο πλευρό του πελάτη όταν χρειαστεί. Σωστά! Μόνο που το να ρωτήσεις κάτι στη Νότια Αφρική αποδεικνύεται μια εξαιρετικά χρονοβόρα υπόθεση, μιας και συνδέεται με την τήρηση ολόκληρου τελετουργικού! Δεν μπορείς να ξεκινήσεις μια ερώτηση έτσι απλά, π.χ. sorry, can you please tell me…? Όχι, χρειάζεται προηγουμένως κανονική εισαγωγή, όπως:

– Hello, how are you?

– Thank you, I am fine. And how are you?

– Thank you, I am good.

Δεν τολμώ να κάνω χρήση του διαδεδομένου χαιρετισμού howzit που είναι η περίληψη όλης αυτής της φλυαρίας, γιατί μου έχουν πει ότι συνηθίζεται μόνο μεταξύ φίλων. Έτσι πρέπει να προηγηθεί η ανταλλαγή αμοιβαίων χαιρετισμών, και αφού ο καθένας από τους παντελώς ξένους μεταξύ τους ανθρώπους διαβεβαιώσει τον άλλο ότι χαίρει άκρας υγείας, μπορεί πια ο ενδιαφερόμενος να απευθύνει την ερώτηση που τον καίει τόσην ώρα. Και επειδή σ’ αυτή τη χώρα κανένας, πραγματικά όμως κανένας, δεν δείχνει να βιάζεται, επομένως και κανένας άλλος –εκτός από εμένα– δεν επείγεται να κάνει την πολυπόθητη ερώτηση, συνεπάγεται ότι και ο ρυθμός ομιλίας θα είναι ανάλογος. Με δυο λόγια, η πιθανότητα να τραβήξει η συνομιλία σε μάκρος είναι απολύτως υπαρκτή. Όποιος βιάζεται –όπως είπα, το πρόβλημα φαίνεται να το έχω συνήθως μόνο εγώ– πρέπει να συνυπολογίζει πάντα και τα λεπτά που είναι απαραίτητα για τον μίνι διάλογο. Το αστείο σε όλη αυτή τη διαδικασία, σε όλον αυτόν τον «Τι κάνετε, πώς είστε» διάλογο, είναι ότι κανείς δεν ακούει πραγματικά τον άλλο, γιατί ακόμη κι αν δεν ρωτήσεις για την υγεία του συνομιλητή σου, θα εισπράξεις ένα Thank you, I am good! Το δοκιμάζω ξανά και ξανά και μου είναι αδύνατο να συλλάβω πόσοι άνθρωποι τελικά νιώθουν την ανάγκη να το επικοινωνήσουν αυτό στους άλλους, να ισχυρίζονται δηλαδή κάθε τόσο ότι είναι καλά, χωρίς καν να έχουν ερωτηθεί! Ομολογώ ότι μπαίνω στον πειρασμό να τεστάρω πόσο ετοιμόλογοι είναι οι Νοτιοαφρικανοί και παραβιάζοντας τον κανόνα να απαντήσω στην ερώτηση How are you? λέγοντας Hey bro, my doctor just told me, that I got infected with malaria. Ταυτόχρονα να πέσω στην αγκαλιά του ατυχούς υπαλλήλου που του έλαχε να ακούσει αυτό το παραμύθι, κλαίγοντας σπαραξικάρδια.

Τα τελευταία λεπτά τρέχω πάνω κάτω στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ ερευνώντας εξονυχιστικά τα ράφια μήπως και ανακαλύψω το δυσεύρετο και πολυπόθητο αλάτι. Για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω δεν μπορώ να γνωρίζω πώς είναι συσκευασμένο το αλάτι σ’ αυτή τη χώρα και μη έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα του δεν καταφέρνω να το εντοπίσω. Για καλή μου τύχη η αγγλική λέξη για το αλάτι μού είναι γνωστή, οπότε μπορώ να θέσω τη σωστή ερώτηση στην υπάλληλο, προσπαθώντας να μη δείξω ότι το νευρικό μου σύστημα δεν είναι και στα καλύτερά του, κυρίως εξαιτίας της φαρσοκωμωδίας με τις ανώφελες ερωταπαντήσεις. Εκείνη στην αρχή με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια, μετά περιφέρει το βλέμμα αμήχανα προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις και στο τέλος ξεστομίζει την περιβόητη φράση, Let me ask my manager, μια φράση που θα με καταδιώκει στο μέλλον συνεχώς. Αμέσως μετά κάνει στροφή κι εξαφανίζεται. Για πάντα. Μόλις η υπάλληλος χάνεται από το οπτικό μου πεδίο ανακαλύπτω το αλάτι. Βρίσκεται στο ράφι ακριβώς πίσω από το σημείο που στεκόταν. Είναι το ίδιο ράφι που προσπέρασα το τελευταίο τέταρτο τουλάχιστον καμιά δεκαριά φορές πηγαίνοντας πάνω κάτω με το καρότσι και βρίζοντας ασταμάτητα από μέσα μου. Ίσως σήμερα να είναι η πρώτη της μέρα στη δουλειά, θα υποθέσει η πλειονότητα των αναγνωστών και πιθανόν να έχει δίκιο.

Αυθόρμητα μου έρχεται στο νου η ταινία AlmanyaΚαλωσορίσατε στη Γερμανία, όπου περιγράφονται με πολύ χιούμορ η ζωή και οι δυσκολίες των Τούρκων στη Γερμανία τη δεκαετία του ’60. Για καλή μου τύχη δεν έπαθα τα ίδια με την Τουρκάλα μητέρα στην ταινία που λόγω άγνοιας της γερμανικής λέξης „Milch“ –που σημαίνει γάλα– επιστρατεύει χέρια και πόδια για να το περιγράψει όσο πιο παραστατικά γίνεται, αρμέγοντας αόρατες θηλές σε ανύπαρκτους μαστούς αγελάδων.

Στη σημερινή εποχή δεν απαιτούνται υποκριτικές επιδόσεις αυτού του είδους στο μπακάλικο της γειτονιάς, όπως γίνεται στην ταινία, αφού τα μαγαζάκια αυτά έχουν πλέον εκλείψει προ πολλού. Παρόλο που μου είναι γνωστά τα επιχειρήματα υπέρ των μικρών μαγαζιών με το προσωπικό ύφος, νιώθω την ανάγκη να δηλώσω τυχερή που έχω έρθει σημερινή εποχή σε μια ξένη χώρα και όχι τη δεκαετία του 60. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να σπρώχνω το καρότσι στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ και να το γεμίζω με εμπορεύματα, τα οποία –τουλάχιστον θεωρητικά– δεν χρειάζεται παρά μόνο να τα παίρνω από τα ράφια.

Αφού λοιπόν έχω γεμίσει το καρότσι με φακές, διαφανή μεμβράνη τροφίμων, ναφθαλίνη, αλάτι, γάλα, διάφορα μπαχαρικά και όλων των ειδών τις κρέμες γάλακτος, στήνομαι ξεθεωμένη στο ταμείο. Στη θέα της γυναίκας που κάθεται στο ταμείο, το φρύδι μου αυθόρμητα χοροπηδάει προς τα πάνω. Είναι τα μπροστινά της δόντια που μου φτιάχνουν ξανά τη διάθεση, το χρυσό τους γαρνίρισμα για να ακριβολογούμε. Έχω παρατηρήσει κι άλλες φορές χρυσά δόντια, αλλά το φινίρισμα αυτό πρώτη φορά το βλέπω.

Αργότερα πληροφορούμαι ότι πρόκειται για ένα είδος showing off, για έναν τρόπο δηλαδή να δείξεις στον περίγυρό σου την κοινωνικοοικονομική σου άνοδο. Όσο περισσότερος χρυσός στο στόμα, τόσο πιο ψηλή η αναρρίχηση στην κοινωνική κλίμακα. Άσχετα με το κατά πόσο τελικά τα κατάφερε η ταμίας να ανέλθει κοινωνικά, η ίδια δεν δείχνει να έχει πάρει είδηση πόσο με έχει συνεπάρει το θέαμα των δοντιών της και βάζει μπρος μονότονα τη συνηθισμένη κασέτα με τον χιλιοειπωμένο διάλογο, η αρχή του οποίου μου είναι πια γνωστή:

– Hello, how are you?

– Thank you, I am fine. And yourself?

– Thank you, I am good.

Τώρα αρχίζει να συμπληρώνεται ο διάλογος και με άλλες ζωτικής σημασίας πληροφορίες:

– Do you have a loyalty-card? (Στο σημείο αυτό αντί της λέξης loyalty αναφέρεται το όνομα του σουπερμάρκετ, π.χ. Woolworth-Card.)

– Yes, I do. / No, I don’t. (Η απάντηση διαφέρει ανάλογα με την περίσταση.)

Plastic? (Αυτό σημαίνει: Do you need a plastic bag?)

–Yes, I do. (Εκτός και αν έχεις προσχωρήσει στο κλαμπ των οικολογιζόντων που τρέφονται με σπόρους και κουβαλάνε μαζί τους εννιά ξεθωριασμένες πάνινες τσάντες που τις βγάζουν τη δεδομένη στιγμή μέσα από μία δέκατη, περασμένη σταυρωτά στο στήθος τους. Στη Νότια Αφρική πάντως δεν έπεσε στην αντίληψή μου η ύπαρξη εκπροσώπων αυτού του είδους. Σημειωτέον: την εποχή που ζω στη Νότια Αφρική δεν πληρώνεις την πλαστική σακούλα. Ακόμη…)

Όσο η ταμίας περνάει σβέλτα τα προϊόντα από το μηχάνημα που διαβάζει τους κωδικούς, η συνάδελφός της στέκεται παραδίπλα κρατώντας στα χέρια τις πλαστικές σακούλες έτοιμη να τις γεμίσει με τα πράγματα που σπρώχνονται προς το μέρος της, μην τυχόν κι εγώ, η πελάτισσα, κουραστώ λιγάκι και χρειαστεί να ξοδέψω καμιά θερμίδα παραπάνω. Παράλληλα αστειεύονται, γελούν και κουβεντιάζουν ασταμάτητα, συχνά μάλιστα ταυτόχρονα. Εκτός από το περίτεχνο χτένισμα και τα χρυσά δόντια, τα δύο εργαζόμενα κορίτσια έχουν ακόμα κάτι κοινό, κι αυτό είναι η απεριόριστη ανάγκη τους για επικοινωνία. Ακατάπαυστη φλυαρία όμως επικρατεί παντού: Ταμίες, πωλήτριες, μανικιουρίστες, κομμώτριες, όλες ανεξαιρέτως νιώθουν έντονα την επιθυμία για κουβέντα. Αυτό το πράγμα δεν το έχω συναντήσει πουθενά αλλού μέχρι τώρα.

Το αξιοθαύμαστο είναι ότι το να μιλάς και ταυτόχρονα να ακούς δεν φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα για κανέναν εδώ. Επίσης το να γίνονται την ίδια στιγμή πολλές συζητήσεις είναι κάτι το συνηθισμένο, χωρίς το γεγονός αυτό να έχει κάποια αρνητική επίπτωση στη συνομιλία ή στους συνομιλούντες. Η ταμίας δεν το έχει σε τίποτα να κουβεντιάζει τόσο με τη συνάδελφο δεξιά της όσο και μ’ αυτήν αριστερά της. Και μάλιστα όχι απαραίτητα για το ίδιο θέμα. Το βρίσκω εξαιρετικά διασκεδαστικό να αφουγγράζομαι τον ήχο αυτών των γλωσσών που ακούγονται τόσο ξένες στ’ αυτιά μου κι ας μην καταλαβαίνω γρι από όσα λέγονται.

Για δεκαετίες έτρεχα στη ζωή μου σαν κυνηγημένη για να τα φτιάξω όλα έγκαιρα, υπακούωντας βεβαίως βεβαίως στους κανονισμούς και τηρώντας τις προδιαγραφές. Τέρμα πια με αυτή την ανόητη νοοτροπία. Αφού υπάρχουν στο λεξιλόγιο μας και άλλες υπέροχες εκφράσεις, του τύπου όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Αυτή η συγκεκριμένη έχει την αντίστοιχη της στη μαύρη ήπειρο, African time. Αυτήν έμαθα να εκτιμώ σε τούτη τη χώρα με την όμορφη και χαλαρή ατμόσφαιρα. Και καλά έκανα και την υοθέτησα κιόλας.

Α, και για να μην το ξεχάσω… κάτι που μου έγινε συνήθειο στην κάτω άκρη της μαύρης ηπείρου: Ρωτάω όλον τον κόσμο, πραγματικά όλον όμως –όχι μόνο αυτόν στη Νότια Αφρική– How are you? Τι κάνετε; και διασκεδάζω αφάνταστα με την έκπληξη που προκαλεί αυτή η ερώτηση και που διακρίνεται στην έκφραση του προσώπου τους…

ΤΙΑ. This is Africa. Και πολύ καλά κάνει. Γιατί έτσι μου αρέσει!

 

 

 

Μετάφραση από τα γερμανικά: Κατερίνα Τσαουσίδου

 

Φιλολογική επιμέλεια: Βασίλης Πάγκαλος

 

Copyright 2018 Christina Antoniadou / All rights reserved 

 

error: Content is protected !!

By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close